Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 85 ετών ο Ορνέτ Κόουλμαν, ο αυτοδίδακτος θρύλος του σαξόφωνου. Κατάφερε να διχάσει βαθιά τον κόσμο της μουσικής τζαζ με την αντισυμβατική του «ελεύθερη τζαζ» προτού αναγνωριστεί ως μια πρωτοποριακή ιδιοφυΐα.
Το απόφθεγμα που χρησιμοποιούσε ο Κόουλμαν για τη μουσική του, όπως ο ίδιος το επαναλάμβανε πριν από σχεδόν κάθε του εμφάνιση, ήταν «θα ήθελα να βγω απόψε έξω στο διάστημα».
Οι οπαδοί του τον θεωρούσαν τον σπουδαιότερο πρωτοπόρο της μουσικής τζαζ μετά τον Λούις Άρμστρονγκ και τον Τσάρλι Πάρκερ, οι επικριτές του ωστόσο χαρακτήριζαν τη μουσική του ακατέργαστη και αυτοαναφορική, αν και αργότερα πολλοί εξ αυτών άλλαξαν γνώμη.
«Είχα ακούσει τον Κόουλμαν υπό την επήρεια, τον είχα ακούσει ενώ ήμουν απόλυτα νηφάλιος» είχε πει ο τρομπετίστας Ρόι Έλντριτζ. «Είχα παίξει και μαζί του».
Η τεχνική του Κόουλμαν -χωρίς παραδοσιακή αρμονική δομή- βρήκε απήχηση με την πάροδο των χρόνων και το 2007 ο Ορνέτ Κόουλμαν τιμήθηκε με το βραβείο Γκράμι για το συνολικό του έργο.
Ο ίδιος κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για τη Μουσική, όπως επίσης έλαβε μία υποψηφιότητα για Grammy για το άλμπουμ του το 2007 «Sound Grammar», ενώ το 2014 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «New Vocabulary».
Συνεργαζόταν συχνά με τον τρομπετίστα Ντον Τσέρι και ηχογράφησε πάνω από 40 άλμπουμ.
«Δε με ενδιέφερε τόσο να πληρώνομαι. Ήθελα να με ακούν» είχε πει ο Κόουλμαν σε μία συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό Esquire το 2009. «Για αυτό ακριβώς είμαι απένταρος».
Ο θρυλικός σαξοφωνίστας γεννήθηκε σε μία φτωχή συνοικία Αφροαμερικανών στο Φορτ Γουόρθ στο Τέξας. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης έλεγε χαρακτηριστικά ότι μεγάλωσε τόσο φτωχός (poor) που δεν άντεχε καν να προφέρει όλη τη λέξη «φτωχός» (και έλεγε χαρακτηριστικά ‘so po’).
Σε ηλικία 14 ετών αγόρασε ένα φθηνό σαξόφωνο και άρχισε να μιμείται τις μελωδίες που άκουγε στο ραδιόφωνο. Σε ηλικία 19 ετών έφυγε για τον Νότο.
Πήγε αργότερα στο Λος Άντζελες όπου άρχισε να παίζει τη μουσική του με το δικό του στυλ. Ο Κόουλμαν είχε εμπνευστεί από εφευρετικούς ερμηνευτές της μπίμποπ τζαζ εκείνης της εποχής και ενέπλεξε στις αντισυμβατικές του αρμονίες τη μουσική μπλουζ και διάφορα είδη χορευτικής μουσικής.
«Δε συνειδητοποιούσα πως αυτοσχεδίαζα» είχε αποκαλύψει ο Κόουλμαν.
«Απλά νόμιζα ότι αυτός ήταν ο τρόπος που παιζόταν η μουσική… Δεν σκεφτόμουν τη δομή και τι μπορούσες να κάνεις ή να μην κάνεις.»
Το 1958 η εταιρεία Contemporary Records αγόρασε τα δικαιώματα από ορισμένα του τραγούδια ωστόσο οι μουσικοί του στούντιο δε μπορούσαν να τα ερμηνεύσουν. Ο Κόουλμαν προσελήφθη για να τα ηχογραφήσει και έτσι κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ, Something Else.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1959. Οι συνθέτες Λέοναρντ Μπερνστάιν και Τζον Λούις ήταν μεταξύ των οπαδών της μουσικής του.
Πολλοί ωστόσο επικριτές του επαναλάμβαναν την κριτική ενός δημοσιογράφου που είχε χαρακτηρίσει τη μουσική του Κόουλμαν «ασυνάρτητη, άσχημη, που προκαλεί αναγούλα, όχι μόνο υβριδική αλλά και άσκοπη».
Ο Κόουλμαν μελέτησε διάφορα μουσικά είδη και το 1972 κυκλοφόρησε το «Skies of America». Άλλο ένα άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 1977 με τίτλο «Dancing in Your Head» το ηχογράφησε στο Μαρόκο μαζί με παραδοσιακούς μουσικούς, μέλη φυλών.
πηγή: tovima.gr