Θέαμα ποιοτικό και «πολύ περήφανο» προετοιμάζει η κυβέρνηση, με στρατιωτική παρέλαση μόνο, σύμφωνα με τις δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου για τον εορτασμό της εθνικής επετείου, και πιθανώς και με τα επίσημα εγκαίνια της Εθνικής Πινακοθήκης, με αυστηρή τήρηση όλων των υγειονομικών πρωτοκόλλων.
- Νίκος Παπουτσόπουλος
Θέαμα, τοίνυν, ποιοτικό και υπερήφανο στην περίοδο των απαγορεύσεων και της υποχρέωσης του τουριστικού εμβολιασμού του πληθυσμού, με την υποχρεωτική απουσία των πολιτών, αλλά την απαραίτητη έξαρση της συνήθους στείρας πολιτικής ρητορείας και τους τηλεοπτικούς λόγους επαίνου για τις ηρωικές πράξεις και τα κατορθώματα των προγόνων, που διεγείρουν μνήμες και ιστορίες, καθώς ο λαός παίζει με τη φαντασία του το παιχνίδι αυτό στον χρόνο μια φορά.
Υπερφίαλο εικονικό θέαμα, ποιοτικό και περιττό, υπερήφανο, εικονικό και άχρηστο και αόρατο, ως θίασος αόρατος για μια κοινωνία που βιώνει τις ταλαιπωρίες και τις περιπέτειες της πτώχευσης και της λοιμικής, ταυτόχρονα με τον φόβο και την ανησυχία που προκαλούν οι συνεχείς προκλήσεις και προσβολές της γείτονος, και οι ιταμές επιδείξεις ισχύος των εξοπλισμών, όπου «ποιοτικές» παρελάσεις και «ποιοτικά» εγκαίνια εικαστικών εκθέσεων, με την παρουσία μόνο των προσώπων που -εκ του νόμου- κατέχουν υψηλά αξιώματα, φαντάζουν τραγικές κωμωδίες.
Την ιλαρότητα των ημερών της διακωμώδησης του επιτελικού κράτους, της αστυνόμευσης και της τρομολαγνείας, που συμπίπτουν με τα απελευθερωτικά μηνύματα της Επανάστασης του 1821, φωταγωγούν οι πλήρεις έμπνευσης εξαγγελίες του κ. πρωθυπουργού, ο οποίος δηλώνει, ύστερα από την ψυχική εξάντληση των πολιτών, πως «είμαι εδώ για να εγγυηθώ την ενότητα, την ασφάλεια και την ευημερία όλων των Ελλήνων (!)», και πως «δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να μας διχάσει (!)». Θεάματα ποιοτικά και υπερήφανα ως απόδοση τιμής σε μοναδικές στιγμές υπέρβασης, όπου περισσεύουν οι γοητευτικές (glamour) εμφανίσεις, τα πολιτικά ευχολόγια και η μεγαλορρημοσύνη, ιδιαίτερα σε ημέρες τρανές, που απαιτούν την πάνδημη συμμετοχή και μέθεξη:
«Τόξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα! Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή! Μήτε ο θεός να δώση! Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά! Του κάκου!» (Γ. Βλαχογιάννης, «Έτσι ήτανε»). «Μα του μικρού ταγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και πάλι: “Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά!” “Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι!” “Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδος!”.
Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα. “Εφτασα! Τ’ άρματά μου!”.
Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.
Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν και ρίχνουν.
Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δη “πώς ήτανε”, κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.
Βρίσκεται με τ’ αγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος.
Ο γέρος ακούει και δεν καταλαβαίνει. Ακούει και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερή! “Ωρέ, δεν ήταν έτσι!” κράζει με δυνατή φωνή. Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Αξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ενας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού. Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι / “Να, ωρέ, έτσι ήτανε”. Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του» – καθώς ένα τηλεοπτικό θέαμα ποιότητας, πολιτικοί λόγοι και πανηγυρικοί και φλυαρίες και μνημόσυνα και προσκλήσεις ματαιοδοξίας επιβραβεύουν την αλαζονεία της πολιτικής τάξης για τη διαχείριση της μιας και μοναδικής επετείου.
Διαχείριση εκδηλώσεων μνήμης και τιμής στους άγνωστους ήρωες μιας εποχής μύθων και θρύλων, που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία του Γένους, επετείου ονείρων μιας νέας γενιάς τηλεθεατών Ελλήνων, που αναζητούν τα ευτελή αναμνηστικά τουριστικά παίγνια και συλλεκτικά νομίσματα, για να προβάλλουν τα μηνύματα της Επανάστασης, «μέσα από την απεικόνιση των συμβόλων και των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και μέσα από φράσεις που αναδεικνύουν αξίες όπως η μαχητικότητα και η ανθεκτικότητα, που συνόδευσαν την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας», όπως υπογράμμισε η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».
Τη μαχητικότητα και ανθεκτικότητα που είχε αναζητήσει στις τάξεις της νέας γενιάς η πολιτική τάξη, προ δεκαετίας σχεδόν, όπως ακριβώς ο νυν υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος δήλωνε πως «δεν είναι κολάσιμο ποινικά αν κάποιος εμφορείται από αναρχικές ιδέες» και ρωτούσε με αφοπλιστική αφέλεια: «Δηλαδή ποιος θα βγει στον δρόμο; Ενα παιδί 15 χρονών από μεσοαστική οικογένεια που προφανώς το παιδί αυτό είχε κάποιες ιδέες. Δηλαδή τα κοινωνικά ζητήματα θα τα καταπολεμήσουμε με την Αστυνομία; Έδωσε πουθενά η Αστυνομία στα κοινωνικά προβλήματα λύσεις;
Μα, για όνομα του Θεού! Και είναι άλλο ζήτημα το γεγονός ότι κάποιος εμφορείται ενδεχομένως από αναρχικές ιδέες. Αυτό δεν είναι κολάσιμο ποινικά. Για όνομα του Θεού! Δηλαδή ποιος θα βγει στον δρόμο τελικώς; Ενα παιδί 15 χρονών δεν θα βγει; Και μάλιστα από μία μεσοαστική οικογένεια, που προφανώς το παιδί αυτό είχε κάποιες ιδέες.
Ιδέες φιλελεύθερες και ιδέες αναρχικές είχαν διεγείρει τους προγόνους στα 1821 και αποφάσισαν την έναρξη ενός μεγάλου και ηρωικού αγώνα που κατέληξε στην απελευθέρωση του Γένους από τον ζυγό της δουλείας, μέσα από μαρτύρια και πρωτοφανείς βασάνους.
Ενός μοναδικού έπους που λοιδορούν και αμφισβητούν και χλευάζουν από θέση ισχύος, εξουσίας και «επιστημονικής εκ του προβλεπόμενου» -πώς άλλωστε;- «νόμου εξέλιξης και επαρκείας» διαπρεπείς «αριστούχοι» καθηγητές και εμβριθείς αναλυτές του παρόντος αιώνος, ερευνητές της ψυχολογίας της υγειονομικά περίκλειστης και ασφαλούς κοινωνίας, που στα όρια της αλλοφροσύνης, ματαίως αναζητεί διεξόδους διαφυγής και ελευθερίας σε δημόσιες οδούς και πλατείες, προ της έναρξης της υγειονομικά ασφαλούς τουριστικής περιόδου.
Μιας επετείου, της οποίας τα αρμόδια όργανα της περιώνυμης και λαμπροφόρου Επιτροπής «Ελλάδα 2021», στην άγνοια και τη σιγή και την απουσία των πολιτών, προτάσσουν περίτεχνα gadgets και νομισματικές συλλογές, που «εκτός από τον αναμνηστικό τους χαρακτήρα, η απόκτηση αυτών των προϊόντων αποτελεί ακόμη έναν τρόπο να συμμετέχουμε στο κλίμα της μεγάλης εθνικής μας επετείου. Να την αναδείξουμε, να τη διαδώσουμε και να την κρατήσουμε όλοι μας, ενήλικες και παιδιά, στη μνήμη μας για πάντα», όπως άλλωστε δήλωσε η κυρία πρόεδρος της Επιτροπής που ανέλαβε με πρωτότυπες δράσεις την ανάκληση της ιστορικής μνήμης.
Επέτειος που διεγείρει μνήμες και όνειρα και ανακαλεί την ιστορία του Γένους, μέσα από ποιοτικά θεάματα, εικονικές διηγήσεις και εκπλήξεις με την πρόσκληση και συμμετοχή αρχηγών κρατών, όσων εξασφάλισαν την ίδρυση του ελληνικού κράτους, όπως στα 1826, όταν «μπήκαν τέλος στο Μεσολόγγι ο Κιουταχής κι ο Μπραΐμης να καμαρώσουν το έργο τους. Τους συνοδεύουν, εξόν από τους ξένους αξιωματικούς που έχουν στη δούλεψή τους, και δύο άλλες προσωπικότητες:
Οι πρόξενοι στην Πάτρα της Αγγλίας και της Αυστρίας, ο Φίλιπ Τζέιμς Γκρην κι ο Αβάς Δον Μικαρέλι. Κι οι δυο, άμα μάθανε πως έπεσε το Μεσολόγγι, τρέξανε να δώσουν τα συχαρήκια τους στους πασάδες. Ευχαριστημένοι που τα κατάφεραν οι φίλοι τους οι Τούρκοι, δεν έχουν μάτια να δουν τίποτα από τη συμφορά που απλώνεται γύρω τους.
Ο πανοσιώτατος Δον Μικαρέλι κάθεται και σκαρώνει μιαν έκθεση στον ιππότη Μορέτι γεμάτη παινέματα για τους Τούρκους. Ανάμεσα σ’ άλλα ο «άνθρωπος αυτός του θεού» γράφει: «Τα ζευγάρια τ’ αυτιά είναι, για την ακρίβεια, τρεις χιλιάδες εκατό». Ο Γκρην βλέπει ανοιχτούς τους τάφους του Μάρκου Μπότσαρη και του στρατηγού Νόρμαν και πεταμένα όξω τα κουφάρια τους. Κάθεται και βγάζει από τον σκελετό του Μπότσαρη δυο δόντια και τα παίρνει για ενθύμιο» (Δ. Φωτιάδης, Μεσολόγγι).
Ύστερα από μακρά περίοδο τουρκικών θεαματικών προκλήσεων, προσβολών και απειλών, στην εορταστική περίοδο της επετείου της απελευθέρωσης, Ευρωπαίοι σύμμαχοι και εταίροι σύρουν την Ελλάδα σε διερευνητικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τη φίλη γείτονα, στις απαιτήσεις της οποίας ηρωικοί πρόγονοι είχαν απαντήσει με αρετή και τόλμη: «Ημείς αγάδες κουβέντα δεν εζητήσαμε να κάμωμεν. Εσείς επέμψατε πρώτον και την εζητήσατε. Βλέπομεν εις το γράμμα σας να ζητήτε άρματα -και απορούμεν πώς ετολμήσατε να ζητήσετε οκτώ χιλιάδες άρματα, τα οποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να σας τα δώσωμεν με τα χέρια μας. Τώρα βλέπομεν ότι εκείνο οπού θέλετε εσείς δεν γίνεται, ούτε εκείνο οπού θέλομεν ημείς- και θα γίνη εκείνο οπού ο Θεός αποφάσισεν. Η Φρουρά του Μεσολογγίου».