Η πρόσφατη ομολογία της υπουργού Πολιτισμού κ. Λίνας Μενδώνη περί αδυναμίας παροχής αποζημίωσης στο σύνολο του καλλιτεχνικού δυναμικού της χώρας, λόγω της διασύνδεσής μεγάλου μέρους από αυτό με τη «μαύρη αγορά» εργασίας, προσέθεσε έναν ακόμα κρίκο σε έναν αλυσωτό κύκλο έντονης αντίδρασης εκ μέρους των εκπροσώπων της τέχνης.
- Από τον Γιώργο Παπαγιαννάκη*
Αυτό το σχεδόν παγιωμένο φαινόμενο της δημόσιας έκφρασης δυσαρέσκειας και αντιπαράθεσης που εκφεύγει συστηματικά της λογικής ενός γόνιμου και πολιτισμένου διαλόγου και ανατροφοδοτείται μέσα από τους παραμορφωτικούς μηχανισμούς των social mediaκαι τις φραστικές παρεκτροπές και εκδηλώσεις του θυμικού των κάθε είδους ενδιαφερομένων, σίγουρα δεν περιποιεί τιμή ούτε στο υπουργείο Πολιτισμού ούτε, ασφαλώς, στους ταγούς της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η αναζήτηση, ωστόσο, των αιτίων αυτού του αδιέξοδου όσο και ανέξοδου συγκρουσιακού κλίματος θα πρέπει να αναζητηθεί, για μια ακόμη φορά, τόσο στο ύφος και το ήθος της επικοινωνίας όσο και στο περιεχόμενο των μηνυμάτων και στην ακεραιότητα των θέσεων που εκπέμπονται και από τις δύο πλευρές. Επί της ουσίας, η δήλωση της υπουργού δεν συνιστούσε παρά μια ωμή καταγραφή της πραγματικότητας που επικρατεί στους κόλπους των τεχνών, και ειδικά των παραστατικών, την οποία καμία κυβέρνηση έως τώρα δεν επιχείρησε να περιγράψει ή να ανατρέψει. Η αντίδραση της αντιπολίτευσης περί προσβολής και απαξίωσης των καλλιτεχνών θα αποκτούσε ουσιαστικό περιεχόμενο υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη θητεία της προηγούμενης,και δη αριστερής, κυβέρνησης, θα είχαν επισημανθεί ενδελεχώς οι οποιεσδήποτε παθογένειες και θα σχεδιαζόταν μια δυναμική στρατηγική διασφάλισης της θεσμικότητας των εργασιακών σχέσεων στον πολιτισμό, γεγονός που εν μέσω εξαντλητικών μνημονιακών διαπραγματεύσεων υποβαθμίστηκε, προφανώς, σε δευτερεύον ζήτημα και παραπέμφθηκε στις καλένδες.
Το επικοινωνιακό κομφούζιο που πυροδοτείται από τις εκάστοτε δημόσιες παρεμβάσεις της υπουργού Πολιτισμού και μάλιστα σε σημείο που η ίδια να αδυνατεί να εκφράσει τον εαυτό της (στοιχείο αντίθετο προς τους νόμους της πολιτικής ορθότητας που πολλοί εκ των επικριτών της διασαλπίζουν) ή να τής επιδαψιλεύουν,ενίοτε, χαρακτηρισμούς που απάδουν προς τις αρχές της κοσμιότητας, ενέχει σαφώς πολιτικά ερείσματα.
Η ίδια, προερχόμενη από το σχετικά αθόρυβο χώρο της αρχαιολογίας, έχοντας κατακτήσει μια εμπειρία εντός των γραφειοκρατικών δομών του υπουργείου, ως, επί σειρά ετών, Γενική Γραμματέας και με μια συντηρητική, αστικής αισθητικής, σημειολογία παρουσίας εύκολα θα μπορούσε να καταστεί το κόκκινο πανί για τους κατεξοχήν επιδραστικούς εκπροσώπους του πολιτισμού που έχουν στη διάθεσή τους αμεσότερα βήματα απεύθυνσης, τους καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται στο χώρο των παραστατικών τεχνών. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να διερευνηθούν οι διασυνδέσεις και εξαρτήσεις ενός μεγάλου μέρους του καλλιτεχνικού δυναμικού και των παραφυάδων τους με κομματικούς μηχανισμούς και με στρατευμένες τακτικές δημοσίων τοποθετήσεων.
Αναμφίβολα, η δήλωση της κυρίας Μενδώνη περί μαύρης αγοράς στον πολιτισμό, αλλά πολύ περισσότερο οι αντιδράσεις που αυτή επισύρει, είναι επιδεκτικές σε ποικίλες αναγνώσεις που δεν μένει παρά να αποκρυσταλλωθούν στο εγγύς μέλλον. Εάν αυτή η απροσχημάτιστη (κυνική για τους στηλιτευτές της) διατύπωση δίνει το στίγμα μιας σχεδιαζόμενης πολιτικής που θα οριοθετεί την επαγγελματική δημιουργία στον πολιτισμό, θωρακίζοντάς την μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο και διαμορφώνοντας ταυτόχρονα υψηλά στάνταρ για τις προϋποθέσεις επίκλησης από κάθε είδους ενδιαφερόμενο της καλλιτεχνικής ιδιότητας, τότε δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε ένα σύστημα που εργαλειοποιεί κομματικά (δεν θα λέγαμε καν ιδεολογικά) την ανεξέλεγκτη εισροή «νέου αίματος» στις τέχνες, με αντάλλαγμα τη διασφάλιση ατομικών συμφερόντων στην παροχή εργασίας ή και την προστασία και υποστήριξη συγκεκριμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Εάν πάλι η δήλωση της υπουργού συνιστά μια ακόμα οδυνηρή διαπίστωση για τη σύμφυρση ετερόκλητων δυνάμεων στον πολιτισμό και την άμβλυνση των διαχωρισμών ανάμεσα στις γνήσια επαγγελματικές εκφάνσεις δημιουργίας και σε άλλες (δυστυχώς πάμπολλες) ερασιτεχνικές που επιβάλλονται με τη λεοντή του επαγγελματισμού, τότε συνιστά τεκμήριο έλλειψης ενεργητικής βούλησης ανατροπής ενός κατεστημένου που οδηγεί τον πολιτισμό σε σταδιακό μαρασμό.