Για πρώτη φορά και χωρίς καμιά αρμοδιότητα ο κεντρικός τραπεζίτης μίλησε για την εξωτερική πολιτική της χώρας, προκαλώντας ερωτήματα για τις απώτερες επιδιώξεις και σκοπιμότητές του
Eυθεία -και ύποπτη- ανάμειξη στις πολιτικές αλλά και στις διπλωματικές εξελίξεις επιχείρησε χθες ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, προκαλώντας ερωτήματα για τις απώτερες προσωπικές επιδιώξεις και σκοπιμότητές του. Ο κ. Στουρνάρας προσπάθησε, αφενός, να εμφανιστεί ως υπερκομματικός και, αφετέρου, μίλησε πρώτη φορά ως κεντρικός τραπεζίτης για την εξωτερική πολιτική της χώρας και ειδικώς για τα Ελληνοτουρκικά, δίχως να έχει καμία αρμοδιότητα περί αυτού. Μάλιστα, έφθασε στο απαράδεκτο σημείο να γίνεται προπαγανδιστής της όπως όπως «διευθέτησης» των ελληνοτουρκικών θεμάτων, αδιαφορώντας για το μέγεθος των υποχωρήσεων και παραχωρήσεων προς την Αγκυρα.
Μετά τη θητεία του ως μνημονιακός υπουργός Οικονομικών και «γκαουλάιτερ» του Σόιμπλε, ο θιασώτης του σημιτικού εκσυγχρονισμού κ. Στουρνάρας φέρεται ότι φιλοδοξεί να επανέλθει στην κεντρική πολιτική σκηνή, εκμεταλλευόμενος την αποδυνάμωση του σημερινού σκηνικού και τις επερχόμενες ανακατατάξεις. Η επιδίωξή του να χριστεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών – πολιτικών με «ευρύτερη» στήριξη, εν μέσω κομματικού κατακερματισμού, έχει καταγραφεί από παλαιότερα, ενώ τώρα φαίνεται ότι αναζωπυρώνεται. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για την παρουσίαση βιβλίου υιοθέτησε την εντελώς απλουστευτική άποψη ότι «η διάκριση Αριστερά – Δεξιά φαντάζει πλέον αναχρονιστική», ενώ βάζοντας τον εαυτό του σε… χωράφια που δεν αρμόζουν σε επικεφαλής του τραπεζικού συστήματος μιας χώρας, επιχείρησε να πάρει τη θέση του διπλωμάτη.
Ο κ. Στουρνάρας άρχισε τη «συλλογιστική του» από το δυσανάλογο κόστος των αμυντικών δαπανών που καλύπτει ο Ελληνας φορολογούμενος λόγω των ελληνοτουρκικών σχέσεων. «Το βάρος αυτών των δαπανών, που αφορά κατά βάση εισαγόμενο εξοπλισμό, επιβαρύνει οικονομικά μόνο τους Ελληνες φορολογουμένους. Αυτό που απουσιάζει σήμερα είναι μια συνεκτική και αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας στον τομέα της άμυνας (κάτι τέτοιο, άλλωστε, επισημαίνεται και στην Εκθεση Ντράγκι), προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη όταν επενδύουμε στην άμυνα και να ελαχιστοποιήσουμε τα δυσανάλογα κόστη που συνεπάγονται οι αμυντικοί εξοπλισμοί (μέσα από αμυντικές συμπαραγωγές κ.λπ.)». Ωστόσο, δεν έμεινε σε αυτές τις αναφορές. Συμπλήρωσε ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εύρεσης σημείων σύγκλισης σε ό,τι έχει να κάνει με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις οικονομικές και τις κοινωνικές επιδόσεις της Ελλάδας, τη σταθερότητα και την ασφάλειά της.
«Είναι πολύ σημαντικό γεγονός ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος, που ξεκίνησε το 2023, έχει ήδη αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, τον περιορισμό στις μεταναστευτικές ροές και την οικονομική συνεργασία. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο σταθερότητας και ασφάλειας στους πολίτες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, ενόσω πριν από δύο χρόνια τα Ελληνοτουρκικά αποτέλεσαν, μαζί με την ακρίβεια, τη μεγαλύτερη ανησυχία των πολιτών, σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, οι πολίτες ενδιαφέρονται, χωρίς να ανησυχούν. Αυτό έχει μια πολύ σημαντική αντανακλαστική ωφέλεια για τη σταθερότητα και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Και, κατά την άποψή μου, θα ήταν ευχής έργον να υπάρξει συμφωνία για τη διευθέτηση της μείζονος διαφοράς μας με την Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, γεγονός που αναμφίβολα θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μακρά και βιώσιμη ειρήνη, για ευημερία στην περιοχή και ειδικά στη χώρα μας» τόνισε.