O πρωθυπουργός αρκείται ακόμα στις -άνευ αποτελέσματος- επιστολές του προς την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Η ελληνική κοινή γνώμη δικαιούται να προβληματίζεται -ως και να εξοργίζεται- για τη στάση της Γερμανίας στο Μεταναστευτικό και τα σημαντικά προβλήματα (ασφάλειας, οικονομικά και κοινωνικά) που μπορεί να προκαλέσει προσεχώς, αλλά όχι και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Γιατί γνώριζε τις προθέσεις και προτάσεις του καγκελαρίου Ολαφ Σολτς ήδη από την άνοιξη του 2022 και, ενώ αρχικά επέδειξε διπλωματική πυγμή απόρριψής τους, στη συνέχεια μπήκε στη λογική συζήτησής τους.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Συγκεκριμένα, κατά την πρώτη συνάντησή τους με την ευκαιρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Μάιο του 2022 (ο κ. Σολτς ανέλαβε καθήκοντα τον Δεκέμβριο του 2021), ο Γερμανός καγκελάριος έθεσε ζήτημα επιστροφής στην Ελλάδα άνω των 30.000 αναγνωρισμένων προσφύγων ή κατόχων νόμιμων εγγράφων ασύλου. Διπλωμάτες με έγκυρη γνώση των τότε διαμειφθέντων σημειώνουν ότι ο κ. Μητσοτάκης, αν και αιφνιδιάστηκε, ήταν επιμελώς διαβασμένος στον φάκελο του Μεταναστευτικού.
Τόνισε αφενός ότι οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες ταξίδευσαν νόμιμα από την Ελλάδα προς την κεντρική Ευρώπη, αφετέρου πως τα ίδια τα γερμανικά δικαστήρια είχαν αναγνωρίσει τα δικαιώματα των «ασυλούχων». Στην ίδια συνάντηση, ο κ. Σολτς αγνόησε το αίτημα του πρωθυπουργού για στήριξη στην υπεράσπιση των χερσαίων και θαλάσσιων ελληνικών συνόρων έναντι των παράνομων μεταναστών, ενώ ήταν αρνητικός στο ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής του στις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας. Ωστόσο, σύντομα, ο κ. Μητσοτάκης έγινε πιο δεκτικός στις απαιτήσεις του κ. Σολτς, ελπίζοντας (ή πέφτοντας στην παγίδα) ότι με τον τρόπο αυτόν θα διευκολυνθούν και κατευναστικές παρεμβάσεις του προς την Αγκυρα για το Αιγαίο.
Ετσι, στη συνάντησή τους στο Μαξίμου, στα τέλη Οκτωβρίου του 2022, ο πρωθυπουργός έδειξε έτοιμος να αποδεχθεί τις προτάσεις Σολτς σε περίπτωση που δεν εφαρμόζονταν μόνον διμερώς, αλλά από όλα τα μέλη της Ε.Ε. Αποδείχθηκε λάθος τακτική, καθώς η ανταπάντηση του Βερολίνου, τους επόμενους μήνες, ήταν ότι η Ελλάδα και η Γερμανία όφειλαν να δώσουν πρώτες το παράδειγμα υιοθέτησης των νέων ρυθμίσεων, αφού ο πρωθυπουργός τις έκρινε ρεαλιστικές για το σύνολο της Ε.Ε. Σε αυτό το πλαίσιο, ο καγκελάριος επαύξησε την πίεσή του προς την Ελλάδα στις συνομιλίες του Βερολίνου, τον Ιανουάριο του 2023, με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αξιοποιώντας και τη διπλωματική απειρία της. Οσο κι αν ακούγεται εξωπραγματικό, ο κ. Σολτς φέρεται ότι αύξησε τον αριθμό όσων έπρεπε να επιστρέψουν από 30.000 σε 50.000! Επιπρόσθετα, πρότεινε νομοθετικές αλλαγές στην Ελλάδα για την παροχή κινήτρων σε όσους έχουν εισέλθει και βρίσκονται ακόμα στη χώρα, αλλά και -κυρίως- για εκείνους που «πρέπει» να επιστρέψουν από τη Γερμανία.
Εκ του αποτελέσματος, προκύπτει πως οι απαντήσεις της κυρίας Σακελλαροπούλου δεν επηρέασαν στο παραμικρό τον κ. Σολτς, ο οποίος επανήλθε στον πρωθυπουργό, στο Βερολίνο, στα μέσα Νοεμβρίου του 2023. Στις συγκεκριμένες συνομιλίες, καταγράφεται η πρώτη στροφή του κ. Μητσοτάκη, καθώς (αποδεχόμενος εισηγήσεις δύο συνεργατών του) έκρινε -και δημόσια- πως πρέπει να «αντιμετωπίσουμε πραγματικά, υπαρκτά προβλήματα δευτερογενών ροών» που «χρήζουν μιας κοινής στρατηγικής, μιας κοινής προσέγγισης των δύο χωρών μας». Στο πρώτο εξάμηνο του 2024, εν όψει και ευρωεκλογών, οι διμερείς επαφές και οι συζητήσεις στην Ε.Ε. για το Μεταναστευτικό ατόνησαν υπό τον φόβο του επερχόμενου πολιτικού κόστους. Αλλωστε, αν βασιζόμασταν στις πανηγυρικές δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη, στις 20 Δεκεμβρίου 2023, για το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου της Ε.Ε., σήμερα δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε, σχεδόν καθόλου, για το πρόβλημα.
Ο πρωθυπουργός είχε υπογραμμίσει πως «επήλθε, επιτέλους, μια σημαντική ευρωπαϊκή συμφωνία, στην οποία η Ελλάδα είχε πρωτοστατήσει, όπου λαμβάνονται υπόψη και οι εθνικές ιδιαιτερότητες». Ωστόσο, οι ηγέτες άλλων μελών της Ε.Ε. όχι μόνον δεν αυτοθαυμάστηκαν, αλλά αξιοποίησαν το χρονικό κενό για να συντονίσουν τη στρατηγική τους σε πλήθος θεμάτων, όπως αποδείχθηκε με τη συμπόρευση του κ. Σολτς με τον Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Ιουνίου. Αντίθετα, ο πρωθυπουργός αρκείται ακόμα στις -άνευ αποτελέσματος- επιστολές του προς την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη