Άναψε η προεδρολογία εντός της Νέας Δημοκρατίας. Διχασμένη η Κ.Ο. για το μέλλον της Σακελλαροπούλου
Ο απόλυτος διχασμός επικρατεί στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με το μέλλον της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Το εκσυγχρονιστικό μπλοκ του Μαξίμου έχει θέσει ως απόλυτο στοίχημα τη διατήρηση της κυρίας Σακελλαροπούλου στον προεδρικό θώκο, καθώς η ίδια πρωταγωνίστησε στη μάχη για την αλλαγή του «DNA» της δεξιάς παράταξης. Στον αντίποδα βρίσκονται η «σαμαρική» πτέρυγα και το «καραμανλικό» μπλοκ εντός της Νέας Δημοκρατίας, που αντιλαμβάνεται την ανανέωση της θητείας της κυρίας Σακελλαροπούλου ως casus belli.
Οσο ο καιρός μάλιστα της προεδρικής εκλογής πλησιάζει τόσο οι φωνές πληθαίνουν και ο διχασμός γίνεται ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που γίνεται τις τελευταίες ώρες αναφορικά με το πρόσωπο του Νίκου Δένδια. Τα δημοσιεύματα τον εμφάνισαν ως υποψήφιο για τη θέση, το Μαξίμου έσπευσε να διαψεύσει, αλλά οι υπουργοί και οι βουλευτές έκριναν και έπραξαν διαφορετικά.
Συγκεκριμένα, ο Παύλος Μαρινάκης επιχείρησε να «κάψει» όποια συζήτηση λέγοντας πως δεν έχει υπάρξει καμία τέτοια συζήτηση ή πρόταση. Τη διάψευση όμως στον κυβερνητικό λασπολόγο επιφύλαξε ο Βασίλης Κικίλιας, ο οποίος χθες τάχθηκε υπέρ της υποψηφιότητας του Νίκου Δένδια. Σε ερώτηση δημοσιογράφου εάν ο Νίκος Δένδιας είναι δυνητικά ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να παίξει τέτοιο ρόλο, ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας είπε ότι «δεν ξέρω αν κάποιος έχει προτείνει τον κ. Δένδια ακόμη ή όχι, εγώ δεν το έχω δει», σημειώνοντας ότι «νομίζω ότι είναι ένα πρόσωπο τέτοιο, που θα μπορούσε να ανταποκριθεί επιτυχημένα σε αυτόν τον ρόλο στην παρούσα συγκυρία».
Σύγκρουση
Η σύγκρουση για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει αρχίσει στη Νέα Δημοκρατία ήδη μετά το τραυματικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, με μια σειρά στελεχών να θέτουν την ανάγκη αλλαγής της Προέδρου ως μια συμβολική κίνηση μετατόπισης προς τα δεξιά. Η όλη συζήτηση που γίνεται τόσο στα κομματικά όργανα όσο όμως και στους τηλεοπτικούς δέκτες έχει εκνευρίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει μάθει να παίρνει τις αποφάσεις χωρίς την πίεση κανενός, πόσο μάλλον των βουλευτών που για τέσσερα χρόνια υποτιμούσε. Τα δεδομένα όμως έχουν αλλάξει και ο ίδιος γνωρίζει πως δεν μπορεί να επιβάλει αποφάσεις και την κομματική ομερτά.