Η ελληνική κυβέρνηση συναίνεσε στην έναρξη της διαδικασίας για την υπογραφή Συμφωνίας Αμυνας και Ασφάλειας μεταξύ της Ε.Ε. και των Τιράνων βάσει συγκεκριμένων σχεδίων συμφωνίας με την Αλβανία και άλλες υποψήφιες, προς ένταξη, χώρες των Δυτικών Βαλκανίων
Η ελληνική κυβέρνηση, παρά τις δημόσιες δηλώσεις για ανένδοτη στάση κατά του Αλβανού πρωθυπουργού Εντι Ράμα και εν μέσω φημών για την ένταξη του -φυλακισμένου- δημάρχου Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ., συναίνεσε στην έναρξη της διαδικασίας για την υπογραφή Συμφωνίας Αμυνας και Ασφάλειας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Τιράνων.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Σχετικές εσωτερικές συζητήσεις, μεταξύ των συναρμόδιων οργάνων της Ε.Ε., είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Ιανουάριο φέτος, αλλά προ ημερών προτάθηκαν τα συγκεκριμένα σχέδια συμφωνίας με την Αλβανία και άλλες υποψήφιες, προς ένταξη, χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, τα αρχικά κείμενα εντάσσουν, ειδικά, την Αλβανία στους ευρύτερους στόχους της «Στρατηγικής Πυξίδας» της Ε.Ε. με την έγκριση μελλοντικής συμμετοχής των Τιράνων ακόμα και στις Πολιτικές Αποστολές και Στρατιωτικές Επιχειρήσεις της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας (ΚΠΑΑ). Ιδιαίτερα σημαντική είναι, επίσης, η αλβανική επιτυχία να δρομολογηθεί συνεργασία σε θέματα κυβερνοάμυνας και αντιμετώπισης υβριδικών απειλών, καθώς πρόκειται για πεδία με προνομιακή σχέση των Τιράνων, ως τώρα, μόνο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρατηρείται, δηλαδή, το φαινόμενο η Ουάσινγκτον να αντιμετωπίζει με καχυποψία τη «Στρατηγική Πυξίδα» και, γενικότερα, τη στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε., αλλά ο κ. Ράμα να καταφέρνει να συζητά τα ίδια ζητήματα και να γίνεται αποδεκτός και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Αλλωστε, όταν στην αρχική φάση της κρίσης Μπελέρη η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε κάποια αμερικανική παρέμβαση, διαπιστώθηκε ότι ο Αλβανός πρωθυπουργός είχε ισχυροποιήσει τη θέση του στον Λευκό Οίκο και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Γιατί, σε ανύποπτο χρόνο, ο κ. Ράμα είχε προβάλει επιτυχώς την εικόνα ότι αποτελεί το ανάχωμα της ρωσικής επιρροής στα Δυτικά Βαλκάνια και το θύμα υβριδικών επιθέσεων από ιρανικές και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις.
Ταυτόχρονα, τους τελευταίους μήνες, ο Αλβανός πρωθυπουργός ενίσχυσε τα ερείσματά του και στις Βρυξέλλες ή η Αθήνα πιστεύει -λανθασμένα και φοβικά- ότι έχει συμβεί αυτό σε μεγάλο βαθμό. Γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ότι, τόσο σε πολιτικό όσο και διπλωματικό-υπηρεσιακό επίπεδο, η ελληνική πλευρά άλλοτε δεν θέτει καθόλου το θέμα Μπελέρη και άλλοτε αρκείται σε μια λακωνική ενημέρωση, χωρίς να επιδιώκει άμεση συνδρομή.
Η εικόνα, που παγιώνεται πια μεταξύ των αξιωματούχων της Ε.Ε. και των εκπροσώπων των υπόλοιπων 26 κρατών-μελών, είναι ότι το θέμα Μπελέρη τίθεται απλώς για να καταγράφεται στα πρακτικά. Μεταξύ άλλων, έχει εγκαταλειφθεί η -προ μηνών επαναλαμβανόμενη- ελληνική προειδοποίηση ότι «πρόκειται για ένα σοβαρό ζήτημα που μπορεί να έχει επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις και στην ευρωπαϊκή πορεία των Τιράνων». Τώρα δηλώνεται μόνο ότι η Αλβανία οφείλει να σεβαστεί τις αρχές του κράτους δικαίου κατά τη δίκη του κ. Μπελέρη στον δεύτερο βαθμό.
Παράλληλα, το νέο στοιχείο στις βαλκανικές εξελίξεις είναι η πρόταση της πρώην υπουργού Εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη για ένταξη του Κοσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αν και παραδοσιακά ακούγονται και πολλές υπερβολές για την ελληνοσερβική φιλία, είναι δικαιολογημένη σήμερα η έκπληξη για τα κίνητρα και τις σκοπιμότητες του ισχυρού πλήγματος που επέφερε η Αθήνα στο Βελιγράδι. Αρκετοί ξένοι διπλωμάτες εκτιμούν ότι «η πρώην υπουργός δεν θα μπορούσε να κάνει μια τόσο σημαντική πρόταση εν αγνοία του πρωθυπουργού». Επιπρόσθετα, διερωτώνται αν η στάση της κυρίας Μπακογιάννη αποτελεί, πρώτον, μέρος διπλωματικού ανοίγματος προς τον αλβανικό παράγοντα (παρά τις αρκετές διαφωνίες μεταξύ του κ. Ράμα και του Κοσοβάρου ομολόγου του Αλμπιν Κούρτι) και, δεύτερον, προπομπό αλλαγής της ελληνικής πολιτικής υπέρ της πλήρους και επίσημης αναγνώρισης του Κοσόβου.
Προς το παρόν, η ελληνική στάση δεν έχει μεταβληθεί και δίδονται διαβεβαιώσεις ότι συνεχίζεται η δημόσια γνωστή, εδώ και χρόνια, «σχέση συνεργασίας» με την Πρίστινα σε οικονομικά και εμπορικά θέματα. Βέβαια, θα έλεγε κανείς ότι πλέον το Κόσοβο μάλλον ενδιαφέρεται λιγότερο για την τυπική αναγνώριση από την Ελλάδα και περισσότερο για πρωτοβουλίες ανάλογες της κυρίας Μπακογιάννη, καθώς του αποφέρουν ευρύτερο όφελος.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία», σύμβουλος ξένων εταιριών Μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη