Αλ. Τάρκας: Σταυροδρόμι αποφάσεων για τη βοήθεια στο Κίεβο

Η κυβέρνηση εξαντλεί τα όρια της παρούσας πολιτικής της και καλείται να αποφασίσει αν θα περάσει ή όχι στo επόμενο στάδιο, με την παραχώρηση συστημάτων μεγαλύτερης «φονικότητας»

Τα συμπεράσματα από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στην Οδησσό είναι τρία: Πρώτον, η κυβέρνηση εξαντλεί τα όρια της παρούσας πολιτικής της με την -ήδη δαπανηρή- αποστολή όπλων και πυρομαχικών στην Ουκρανία από το 2022, και καλείται να αποφασίσει αν θα περάσει ή όχι στo επόμενο στάδιο, με την παραχώρηση συστημάτων μεγαλύτερης σημασίας και «φονικότητας», όπως επί μήνες αξιώνουν η Ουάσινγκτον και το Κίεβο.

  • Του Αλέξανδρου Τάρκα*

Δεύτερον, η Αθήνα είχε υποτιμήσει την -ολοένα σκληρότερη- στάση της Μόσχας και οφείλει να βρίσκεται σε ετοιμότητα για ενδεχόμενα αντίμετρα, μετά την επικείμενη υπογραφή «συμφωνίας ασφάλειας» Ελλάδας – Ουκρανίας. Και, τρίτον, δεν διευκρινίστηκαν τα κριτήρια συμμετοχής ελληνικών εταιριών στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, ενώ άρχισαν κιόλας να ακούγονται ψίθυροι για ευνοούμενες -και μη- υποψηφιότητες. Ως προς την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας, Γ. Γεραπετρίτης και Ν. Δένδιας, απαντούν -εδώ και μήνες με πολύ προσεκτικές διατυπώσεις- σε ξένους συνομιλητές τους ότι «προς το παρόν και για επιχειρησιακούς λόγους» δεν είναι δυνατόν να αποσταλούν συστήματα εδάφους-αέρος (Patriot, Hawk, S-300, SA-15) ή προηγμένοι πύραυλοι (Scalp, AIM-120).

Ως μοναδική προϋπόθεση αλλαγής της ελληνικής στάσης ετίθετο η δυτική δέσμευση για την άμεση αντικατάστασή τους. Ισως, επειδή -κατά τον ειρωνικό σχολιασμό ξένων διπλωματών- η ελληνική πλευρά γνώριζε ότι, λόγω των διεθνών ελλείψεων και βιομηχανικών καθυστερήσεων, δεν ήταν δυνατή η ταχεία παράδοση κάποιου ανάλογου συστήματος. Η κατάσταση (όπως αποκάλυψε η «Καθημερινή» – Β. Νέδος) έτεινε να αλλάξει πριν και μετά την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Οδησσό, καθώς η αμερικανική πλευρά φέρεται ότι έλυσε το αίτημα παράδοσης συστοιχιών Patriot στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις σε σχετικά σύντομο χρόνο. Ωστόσο, η θερμότητα μεταξύ του Ουκρανού προέδρου Β. Ζελένσκι και του Τούρκου ομολόγου του, Ρ. Τ. Ερντογάν, κατά τη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης την περασμένη Παρασκευή, εξέπληξε την ελληνική κυβέρνηση, υπενθυμίζοντας τις πραγματικές προτεραιότητες του Κιέβου και προκαλώντας νέες επιφυλάξεις στην Αθήνα.

Επιπλέον, το Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζει πως, ειδικά, οι S-300 έχουν μυθοποιηθεί στην ελληνική κοινή γνώμη, παρότι έχουν κατασκευαστεί το μακρινό 1997, η τελευταία πιστοποίηση με βολή έγινε τον Δεκέμβριο του 2013 και η συντήρησή τους διαφάνηκε ως προβληματική από το 2020, όταν η Αθήνα μετά βίας εξασφάλισε την πρόσκαιρη εξαίρεσή τους από τις τότε κυρώσεις της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας. Γενικότερα, η εκτίμηση ότι οι κυρώσεις θα ισχύουν για πολύ μακρύ διάστημα (και μετά τον τερματισμό της σύρραξης στην Ουκρανία) επιβάλλει, από τεχνοκρατική-πρακτική σκοπιά, την ταχύτερη δυνατή αντικατάσταση των συστημάτων ανατολικής προέλευσης λόγω αδυναμίας συντήρησής τους. Προφανώς, ο κ. Μητσοτάκης -εν όψει ευρωεκλογών- θα είναι δύσκολο να εξηγήσει κάτι τέτοιο στους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους, όταν μάλιστα η αξιοπιστία του έχει τρωθεί από την αποτυχία της προηγούμενης διαδικασίας με τη Γερμανία.

H απόσυρση των ρωσικών τεθωρακισμένων BMP-1 από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και η αποστολή τους στην Ουκρανία, με αντικατάστασή τους από γερμανικά Marder-1 A3, είχε εξαγγελθεί ως άμεση και χωρίς επιβολή γεωγραφικών περιορισμών. Τελικά, απαίτησε περίπου 14 μήνες και τα παραληφθέντα Marder κατέληξαν, αντί των νησιών, στη Θράκη, με τον ισχυρισμό περί της εκεί μεγαλύτερης επιχειρησιακής χρησιμότητάς τους. Παράλληλα, στο κεφάλαιο των σχέσεων Αθήνας – Μόσχας, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να ενδιαφέρεται μόνον για τους βραχυπρόθεσμους χειρισμούς. Αρχικά, ο πρωθυπουργός ορθώς στάθηκε «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», καταδικάζοντας τη ρωσική εισβολή. H αποστολή στρατιωτικής βοήθειας (και όχι μόνο ανθρωπιστικής) αντιστάθμισε εν μέρει τις δυτικές υποψίες για την παραδοσιακή στήριξη ορισμένων Ελλήνων πολιτικών προς την Gazprom, αλλά κατόπιν εκδόθηκε μια απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπέρ των συμφερόντων της ρωσικής εταιρίας.

Δυσαρέσκεια

Ακολούθησαν δε ορισμένες διευθετήσεις μεταξύ διπλωματικών διαύλων, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια δυτικών πρεσβειών στην ελληνική πρωτεύουσα. Στην παρούσα φάση, εκτός από το ζήτημα της αποστολής ή μη πυραυλικών συστημάτων, υπάρχει η εκκρεμότητα της υπογραφής «συμφωνίας ασφάλειας» μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας ως συνέχεια όσων έχει συνάψει το Κίεβο με το Βερολίνο, το Λονδίνο και το Παρίσι. Επισήμως, δεν έχει ορισθεί συγκεκριμένη προθεσμία για την υπογραφή, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι οι σχετικοί χειρισμοί πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον, στις 9 Ιουλίου 2024. Μέχρι τώρα δεν έχει διευκρινιστεί αν η «συμφωνία ασφάλειας» θα περιέχει ρητές δεσμεύσεις συνδρομής και αν απαιτείται η κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων.

Ασφαλώς, μεγάλο ερώτημα παραμένει το είδος της αντίδρασης της Μόσχας μέσω της πιθανής υιοθέτησης θέσεων αντίθετων προς τα ελληνικά συμφέροντα στον ΟΗΕ ή, ευρύτερα, σε περιόδους κρίσεων (άλλωστε, το 2020, ο πρόεδρος Βλ. Πούτιν δεν είχε ανταποκριθεί σε αίτημα του κ. Μητσοτάκη για κατευναστική παρέμβασή του προς τον κ. Ερντογάν). Γενικώς, η ελληνική πλευρά είναι απροετοίμαστη και, πέραν της επικοινωνιακής διάστασης, πραγματικά αιφνιδιάστηκε από τη ρωσική πυραυλική επίθεση σε κάποια απόσταση από το σημείο όπου βρισκόταν η κυβερνητική αποστολή στην Οδησσό. Φυσικά, ήταν κάτι απολύτως προβλέψιμο. Γιατί παρόμοια περιστατικά συνέβησαν, για παράδειγμα, κατά τις επισκέψεις του γ.γ. του ΟΗΕ Αντ. Γκουτέρες (Απρίλιος 2022), των ηγετών της Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας (Μακρόν, Σολτς και Ντράγκι αντίστοιχα, τον Ιούνιο του 2022), της Γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών Α. Μπέρμποκ (πτήση αναγνωριστικού drone, τον Φεβρουάριο του 2024) και του υψηλού εκπροσώπου της Ε.Ε. Ζ. Μπορέλ (επίσης προ μηνός).

Ανοικοδόμηση

Μετά τη λήξη του πολέμου, η Ελλάδα βάσιμα προσδοκά ότι θα μετέχει στην (πολυμελή) ομάδα κρατών που θα «ανταμειφθούν» από την κυβέρνηση της Ουκρανίας για την υποστήριξή τους. Βέβαια, οι όμιλοι των μεγάλων δυτικών κρατών θα λάβουν τη μερίδα του λέοντος των συμβολαίων, ενώ ούτε ο κ. Ζελένσκι ούτε άλλοι Ουκρανοί επίσημοι μπορούν να εγγυηθούν το ύψος των αναθέσεων προς ελληνικές εταιρίες. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο ειδικός απεσταλμένος του υπουργείου Εξωτερικών για την Ουκρανία, πρέσβης Στ. Λαμπρίδης, ήταν ο εισηγητής της υιοθέτησης μιας πιο ρεαλιστικής πολιτικής.

Κύριος στόχος της είναι η προετοιμασία για την υλοποίηση έργων κυρίως (ή μόνο) στην Οδησσό, λόγω των ιστορικών δεσμών της συγκεκριμένης πόλης με την Ελλάδα. Πάντως, χειροπιαστή πρόοδος δεν επιτεύχθηκε κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού και, προηγουμένως, εξίσου άκαρπη ήταν η σύγκληση της Μικτής Διυπουργικής Ομάδας Εργασίας στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2024, υπό τον υφυπουργό Εξωτερικών Κ. Φραγκογιάννη και τον υπουργό Επικρατείας της Ουκρανίας Ολ. Νέμτσινοφ. Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο, καθώς η ουκρανική πλευρά προτιμά τις σχέσεις και απευθείας επαφές με το Μέγαρο Μαξίμου και τους συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη, αντί του εξωκοινοβουλευτικού κ. Φραγκογιάννη και του υπηρεσιακού κ. Λαμπρίδη, συζητώντας επί συγκεκριμένων μελλοντικών αναδόχων των έργων.

* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα