Η αναθεώρηση της νομοθεσίας της Ε.Ε. για το άσυλο και τη μετανάστευση που ανακοινώθηκε χθες κρύβει παγίδες για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας
Σε μια συμφωνία για την αναθεώρηση της νομοθεσίας της Ε.Ε. για το άσυλο και τη μετανάστευση, με λαμπερό -σχεδόν… εορταστικό- περιτύλιγμα, που μέσα της όμως κρύβει πολλές και μεγάλες παγίδες ειδικά για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, κατέληξαν χθες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Μια συμφωνία που κάνει βέβαια τους γεωγραφικά πιο τυχερούς εταίρους ήδη να τρίβουν τα χέρια τους, καθώς, υπό την «ομπρέλα» της «υποχρεωτικής αλληλεγγύης», είτε θα μπορούν να υποδέχονται μόνο ένα μέρος των προσφυγικών ροών από χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η δική μας, ώστε να συμβάλουν στη διαχείριση των βαρών διά της μετεγκατάστασης, είτε να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα που δίνεται σε όσους αρνούνται να δεχθούν αιτούντες άσυλο να καταβάλουν οικονομική εισφορά στα κράτη εκείνα που σηκώνουν το βάρος.
Μόνο υπερβολικοί, λοιπόν, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν όσοι ήδη ανησυχούν, τονίζοντας πως με τον τρόπο αυτόν, και με τη νομική βούλα πια, οι χώρες της ευρωπεριφέρειας θα καταλήξουν να γίνουν εν πολλοίς «αποθήκες ψυχών». Οπως και να ‘χει, πάντως, η ουσία είναι πως πλέον υπάρχει συμφωνία για το ζήτημα, την οποία κορυφαίοι πολιτικοί αξιωματούχοι των Βρυξελλών χαρακτήριζαν «ιστορική», καθώς επήλθε έπειτα από δύσκολες διαβουλεύσεις, με τους διαπραγματευτές του Ευρωκοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Κομισιόν να εργάζονται όλη τη νύχτα μέχρι να φτάσουν στο σημείο να βρουν χθες τελικά κοινό τόπο για την αναθεώρηση των διαδικασιών ασύλου της Ε.Ε.
Πέντε κανονισμοί
Η συμφωνία αυτή αφορά ουσιαστικά πέντε κανονισμούς της Ε.Ε. που καθορίζουν τον τρόπο κοινής διαχείρισης ασύλου και μετανάστευσης μεταξύ των κρατών-μελών και την αντιμετώπιση μεταναστευτικών κρίσεων. Οι κανόνες ρυθμίζουν επίσης τον τρόπο αντιμετώπισης των ατόμων που φτάνουν στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., τη διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου και την ταυτοποίηση αυτών που φτάνουν. Μετά τη συμφωνία, η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα δήλωσε πως πρόκειται «για μια πραγματικά ιστορική ημέρα, καθώς υλοποιήσαμε το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, πιθανόν το πιο σημαντικό νομοθετικό πακέτο αυτής της νομοθετικής περιόδου. Η Ευρώπη θα αποκτήσει τώρα ένα ισχυρό νομοθετικό πλαίσιο που θα είναι το ίδιο σε όλα τα κράτη-μέλη.
Είναι λειτουργικό και προστατεύει – μια προσέγγιση ανθρώπινη και δίκαιη για όσους αναζητούν προστασία, σταθερή για όσους δεν είναι επιλέξιμοι για προστασία και ισχυρή με αυτούς που εκμεταλλεύονται τους πιο ευάλωτους». Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο νέος κανονισμός διαχείρισης ασύλου και μετανάστευσης προβλέπει υποχρεωτική αλληλεγγύη για τις χώρες της Ε.Ε. που αναγνωρίζεται ότι βρίσκονται υπό μεταναστευτική πίεση, επιτρέποντας σε άλλα κράτη-μέλη να επιλέξουν μεταξύ της μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο στην επικράτειά τους και της οικονομικής συνεισφοράς. Το κείμενο καθορίζει επίσης νέα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία ένα κράτος-μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (πρώην κανόνες του Δουβλίνου). Για να αντιμετωπιστεί η ξαφνική αύξηση των αφίξεων, ο κανονισμός για την κρίση και την ανωτέρα βία θεσπίζει έναν μηχανισμό για τη διασφάλιση της αλληλεγγύης και τα μέτρα για την υποστήριξη των κρατών-μελών που αντιμετωπίζουν μια εξαιρετική εισροή υπηκόων τρίτων χωρών, η οποία οδηγεί στην κατάρρευση του εθνικού συστήματος ασύλου.
Εργαλειοποίηση
Οι κανόνες καλύπτουν επίσης την εργαλειοποίηση των μεταναστών, δηλαδή όταν οι μετανάστες χρησιμοποιούνται από τρίτες χώρες ή εχθρικούς μη κρατικούς φορείς για να αποσταθεροποιήσουν την Ε.Ε. Σύμφωνα με τον νέο κανονισμό, τα άτομα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να εισέλθουν στην Ε.Ε. θα υπόκεινται σε διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της ταυτοποίησης, συλλογής βιομετρικών δεδομένων, ελέγχων υγείας και ασφάλειας, ενώ η επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου πρέπει να είναι ταχύτερη -έως έξι μήνες για μια πρώτη απόφαση-, με μικρότερα όρια για προδήλως αβάσιμες ή απαράδεκτες αιτήσεις και στα σύνορα της Ε.Ε. Η προσωρινή συμφωνία πρέπει να εγκριθεί επίσημα από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προτού καταστεί νόμος, κάτι για το οποίοι οι συννομοθέτες δεσμεύτηκαν πως θα γίνει πριν από τις ευρωεκλογές του 2024.