Αδιαφιλονίκητος νικητής των χθεσινών αυτοδιοικητικών εκλογών είναι η αποχή. Με μόλις έναν στους δύο πολίτες να προσέρχονται στις κάλπες και να περνούν τα παραβάν των εκλογικών κέντρων, εύκολα μπορεί οποιοσδήποτε να υποθέσει πως η δυσπιστία των πολιτών έναντι των κομμάτων αλλά και των θεσμών έχει χτυπήσει «κόκκινο». Κυρίως όμως είναι η απουσία ελπίδας ότι η συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες μπορεί να προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στη ζωή και την καθημερινότητά τους. Κάπως έτσι, στις εκλογές αυτές φτάσαμε στο σημείο η αποχή να είναι στο όριο με τη συμμετοχή, με ποσοστό 51,08% έναντι 49,92%.
Συγκεκριμένα, και αναλύοντας τον χάρτη, φαίνεται πως τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής είναι στην Κρήτη με 60,48%, στη Δυτική Ελλάδα με 57,56%, στη Θεσσαλία με 57,91%, στη Στερεά Ελλάδα με 61,32% και στην Ηπειρο με 55,92%.
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία που έρχονται από την Αττική, όπου κατοικεί σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας, είναι σοκαριστικά, καθώς δείχνουν πως η αποχή έφτασε περίπου το 57%. Εξίσου αποκαρδιωτικά είναι τα νούμερα στο Βόρειο Αιγαίο, όπου η συμμετοχή έφτασε το 43,54%, αλλά και στη Δυτική Μακεδονία, όπου έφτασε το 48,38%.
Από εκεί και πέρα, εξίσου σοκαριστικές, αλλά και αποκαλυπτικές, είναι συγκρίσεις με τις προηγούμενες εκλογές και δεν μπορούν παρά να γεννούν προβληματισμό τόσο στην κυβέρνηση, που εμφανίζεται ενισχυμένη, όσο όμως και στα κόμματα της αντιπολίτευσης, που βλέπουν την κυριαρχία Μητσοτάκη να εμπεδώνεται.
Συγκεκριμένα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019 η συμμετοχή ήταν στο 58,28%, το μακρινό 2014, όταν η πόλωση μεταξύ Μνημονίου και αντιμνημονίου κυριαρχούσε, στο 61,56%, ενώ το 2010 το ποσοστό συμμετοχής άγγιξε το 60,88%.
Οταν λοιπόν μέσα σε μια δεκαετία στην πραγματικότητα υπάρχει μείωση συμμετοχής στις εκλογές της τάξης των 10 μονάδων, τότε κανείς που συμμετέχει στην Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα και αισιόδοξος για την επόμενη ημέρα.