Οι φήμες περί ελληνικής μεσολάβησης μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου δεν έχουν βάση
Η Ελλάδα έχει -και αυτονόητα θα διατηρήσει- πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, χάρη στη σταθερή κοινωνική δομή, την οικονομική θέση και τις Ενοπλες Δυνάμεις της, αλλά πολύ δύσκολα -κατά τη δεύτερη θητεία Μητσοτάκη- θα αναδειχθεί πάλι σε ηγέτιδα δύναμη της περιοχής, όπως συνέβαινε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, με αποκορύφωμα την περίοδο 2004-2009, επί Καραμανλή.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Οι όροι των Μνημονίων του 2010-12 και του 2015 άλλαξαν δραματικά τους συσχετισμούς, επιβάλλοντας την αποχώρηση των ελληνικών τραπεζών από τις βαλκανικές πρωτεύουσες, συμπαρασύροντας τις χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις και συρρικνώνοντας την επιρροή της Αθήνας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλώβισε τη χώρα στη Συμφωνία των Πρεσπών χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα από τη Βόρεια Μακεδονία και παράπλευρες θετικές συνέπειες στις γειτονικές χώρες. Η δε σημερινή κυβέρνηση ανέχεται τις παραβιάσεις ακόμα και αυτής της κακής συμφωνίας, ενώ έπεσε εύκολο θύμα του Αλβανού πρωθυπουργού Εντι Ράμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εορτασμοί της 20ής επετείου της Διακήρυξης της Θεσσαλονίκης, ότι «το μέλλον των Βαλκανίων είναι εντός της Ε.Ε.», πρόσφεραν τα μέγιστα στην επικοινωνιακή προβολή του πρωθυπουργού και ελάχιστα στην ενίσχυση των ερεισμάτων της Αθήνας. Η βαλκανική πολιτική της χώρας βρίσκεται σε σύγχυση ή και σε παρακμή.
Ως προς την Αλβανία, το Μαξίμου έκανε το κεφαλαιώδες λάθος τον Μάρτιο του 2020 να συναινέσει στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεών της με την Ε.Ε., χωρίς πρόσθετους διμερείς όρους. Ο κ. Μητσοτάκης είχε επικρίνει, μάλιστα, μέσω των «Financial Times» τον Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν, που ζητούσε νωρίτερα πιο προσεκτικές αποφάσεις της Ε.Ε. για τα δυτικά Βαλκάνια.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός αρχικά βασίστηκε υπέρμετρα στις προσωπικές επαφές με τον Αλβανό ομόλογό του και στις προσδοκίες μεσολάβησης ιδιωτών, ώστε τα Τίρανα να δεχθούν την υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή του ζητήματος της ΑΟΖ στη Χάγη. Ο κ. Ράμα έδωσε πολλές (απατηλές) υποσχέσεις, αλλά δεν έκανε κανένα πρακτικό βήμα για τη σύνταξη του συνυποσχετικού. Στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 2022, η κυβέρνηση ζήτησε τη συνδρομή κορυφαίας Αμερικανίδας αξιωματούχου, ελπίζοντας σε ταχύτερες διαδικασίες.
Ωστόσο, η Ουάσινγκτον δεν ήταν όσο αυστηρή αναμενόταν, επειδή στο μεταξύ ο κ. Ράμα είχε αποκτήσει μεγαλύτερες συμπάθειες στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, καθώς υπέστη λεκτικές επιθέσεις από τη Ρωσία και η αλβανική δημόσια διοίκηση δέχθηκε ηλεκτρονικές επιθέσεις από το Ιράν.
Παρ’όλα αυτά, ο κ. Μητσοτάκης στα τέλη του 2022 δήλωσε δύο φορές ότι «έχει καταγραφεί πρόοδος και προσεγγίζουμε την ώρα που θα υπογράψουμε το συνυποσχετικό»! Επίσης, κατά τις συνομιλίες με τον κ. Ράμα, τον Δεκέμβριο, ο πρωθυπουργός φέρεται ότι θεώρησε επαρκείς τις διαβεβαιώσεις για κατοχύρωση των περιουσιακών δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας κατόπιν του εκσυγχρονισμού του αλβανικού κτηματολογίου. Η λανθασμένη εκτίμηση του κ. Μητσοτάκη αποτυπώνεται πια επί τρίμηνο στην υπόθεση Μπελέρη, που είναι ενδεικτική της πολιτικής Ράμα κατά της μειονότητας.
Επιπλέον, ο κ. Μητσοτάκης προσκάλεσε στην Αθήνα τον ηγέτη μιας μη αναγνωρισμένης χώρας, τον πρωθυπουργό του Κοσόβου Αλμπιν Κούρτι. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία του Κυπριακού, που η Αγκυρα προκρίνει «λύση δύο κρατών», η Αθήνα δεν έχει λόγο να αλλοιώνει, προς όφελος του κ. Κούρτι, την πάγια θέση της περί σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου. Ομοίως, είναι ριψοκίνδυνο ο πρωθυπουργός να αναμειγνύεται στις περίεργες ενδοαλβανικές ισορροπίες, στις κάκιστες σχέσεις Ράμα – Κούρτι και στα συγκρουόμενα συμφέροντά τους.
Οι φήμες, εξάλλου, περί ελληνικής μεσολάβησης μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου δεν έχουν βάση. Ο Σέρβος πρόεδρος Αλ. Βούτσιτς λόγω ρωσικής επιρροής είναι δύσπιστος έναντι της Αθήνας και μάλλον διαθέτει αυτόνομα κανάλια επικοινωνίας με τον κ. Κούρτι. Ορισμένοι διπλωμάτες παρουσιάζουν, πάντως, μία απλούστερη, παραπολιτική εκδοχή για το φλερτ με τον κ. Κούρτι, λέγοντας ότι η ηγεσία της ελληνικής κυβέρνησης έχει κολακευτεί από πληροφορίες ότι η κοσοβαρική πλευρά εγκωμιάζει τη στάση της στην Ε.Ε. ως σπάνια και έντιμη.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη