Μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, ο Οκτώβριος είναι ο μήνας ορόσημο για νέες εξελίξεις στις Βρυξέλλες
Η αξίωση του προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν για την επανεκκίνηση των διαδικασιών ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., ως πρόσθετου όρου για την άρση του βέτο σε έναν άλλο οργανισμό, στο ΝΑΤΟ, προκάλεσε γενικό αιφνιδιασμό, αλλά ουσιαστικά ήταν σε γνώση της ελληνικής κυβέρνησης.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης δεν πρόβαλε αντιρρήσεις και δεν ζήτησε -ούτε συμβολικά- ανταλλάγματα, αν και η Αθήνα είχε πληροφορηθεί εγκαίρως (και η στήλη είχε επισημάνει ήδη από τις 14 Ιουνίου) ότι η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ υλοποιούσε πρωτοβουλία για ταχεία επανεξέταση των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας μετά τις ελληνικές εκλογές. Οι δηλώσεις Ερντογάν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τη δημόσια προβολή της αθέατης συνεννόησης Αγκυρας – Βερολίνου επί της οποίας δεν διατυπώθηκαν επιφυλάξεις της Αθήνας ούτε κατά τη διαπραγμάτευση των Συμπερασμάτων της πρόσφατης συνόδου κορυφής της Ε.Ε. Το επόμενο βήμα θα γίνει κατά το αυριανό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε., λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι η Αγκυρα πρέπει να παραμείνει στο στρατόπεδο της Δύσης και μακριά από τη Μόσχα και αφετέρου ότι η Τουρκία είναι η μόνη υποψήφια προς ένταξη χώρα που διατηρεί συμφωνία τελωνειακής ένωσης με τους «27».
Οι προτεραιότητες ελλαδικού και κυπριακού ενδιαφέροντος (ηρεμία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και επανέναρξη των συνομιλιών για τη Μεγαλόνησο) αναμένεται να συζητηθούν εν συντομία, αλλά δεν καταγράφονται ως απαράβατες προϋποθέσεις για την αναθέρμανση των επαφών Βρυξελλών – Αγκυρας. Εν όψει των συζητήσεων των υπουργών Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη και Χ. Φιντάν, της πιθανής νέας συνάντησης των κυρίων Μητσοτάκη και Ερντογάν και της συνεδρίασης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, θα αποτελούσε μεγάλη έκπληξη αν η Αθήνα (ή και η Λευκωσία) απαιτούσαν τη θεσμική καταγραφή τέτοιων όρων, πριν από το φθινόπωρο. Αλλωστε το Βερολίνο, αν και δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του κ. Ερντογάν, είναι κατά αυστηρών όρων που θα αποθάρρυναν την τουρκική διπλωματία.
Εγκυρες πηγές προσθέτουν ότι τα έγγραφα εργασίας των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν προαναγγέλλουν μεν πολλές προσφορές προς την Τουρκία, αλλά δεν περιέχουν και τη στοιχειώδη αναφορά ελληνικού ενδιαφέροντος για σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Το θέμα είναι πάντοτε σημαντικό, αλλά αποκτά μεγαλύτερη σημασία κατά την τρέχουσα συγκυρία διαμόρφωσης του διμερούς πλαισίου συζητήσεων Αθήνας – Αγκυρας. Κατά τις ίδιες πηγές, περισσεύουν, επίσης, η ευρωπαϊκή και η ελληνική υποκρισία στο θέμα της Ουκρανίας: ενώ όλοι διακηρύττουν την πίστη τους στο Κίεβο και αποστέλλουν όπλα, δεν τίθεται ως όρος βελτίωσης των ευρωτουρκικών σχέσεων ο σεβασμός της Αγκυρας στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και ο τερματισμός των τουρκικών διευκολύνσεων για την παράκαμψή τους.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ έχουν μεταδώσει προς την Αθήνα και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες την άποψη ότι η τουρκική υποψηφιότητα αποτελεί εσωτερικό θέμα της Ε.Ε., τονίζοντας ταυτόχρονα τη στήριξή τους έπειτα από μεταρρυθμίσεις από τον κ. Ερντογάν. Η Ουάσινγκτον εστιάζει εξάλλου την προσοχή της στη μεσοπρόθεσμη πορεία της τουρκικής οικονομίας, ενώ τα επισπεύδοντα μέλη της Ε.Ε. ενδιαφέρονται περισσότερο για τα βραχυπρόθεσμα εμπορικά τους συμφέροντα στη γειτονική χώρα.
Μετά την αυριανή ανταλλαγή απόψεων των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε., τις θερινές διακοπές και προκαταρκτικές διαβουλεύσεις με την Αγκυρα, ως κρίσιμο ορόσημο νέων εξελίξεων στις Βρυξέλλες αναφέρεται ο Οκτώβριος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει, μάλλον στα μέσα του μήνα, αναλυτική έκθεση για τους τρόπους συνεργασίας με την Τουρκία. Ενδεχομένως, ως τότε, να τεθεί πάλι και το ζήτημα σύγκλησης πολυμερούς «Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο» για την οποία ο πρωθυπουργός είχε συμφωνήσει τον Οκτώβριο του 2020. Αργότερα, άλλαξε γνώμη, αντιλαμβανόμενος ότι, με πρωταγωνιστική συμμετοχή της Τουρκίας, θα αναζητούνταν «ειδικές λύσεις» για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, την εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και το Μεταναστευτικό.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα &
Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη