Πέρασε επιτυχώς την εικόνα του μοναδικού «επαγγελματία» απέναντι σε «ερασιτέχνες» υποψηφίους – Το ζητούμενο τώρα είναι να μη χάσει το μέτρο
Το μεγάλο στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη απέδωσε με θεαματικό τρόπο. Η θητεία του στο Μαξίμου ήταν από τις πιο ταραχώδεις. Όμως η επανεκλογή του απέδειξε τη μαεστρία του στην τέχνη της νίκης και την ικανότητα επιβίωσης από σκάνδαλα ενάντια στις πιθανότητες.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι ο ελληνικός λαός είναι γενναιόδωρος. Δίνει πάντα μια δεύτερη ευκαιρία στους πρωθυπουργούς, αναγνωρίζοντάς τους το δικαίωμα να ολοκληρώσουν το έργο τους, παρά όποια κακώς κείμενα της πρώτης θητείας.
Μεταπολιτευτικά, μόνο δύο φορές δεν έχει επανεκλεγεί πρωθυπουργός, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς. Ο Μητσοτάκης ορκίστηκε χθες εκ νέου πρωθυπουργός επειδή οι 4 στους 10 ψηφοφόρους, που τον είχαν στηρίξει και το 2019, επαναβεβαίωσαν την εμπιστοσύνη τους. Η θριαμβευτική επίδοση Μητσοτάκη έχει εξήγηση. Από την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών του 2019 λειτουργούσε με το μυαλό στην επανεκλογή του, όποτε τελικώς κι αν στήνονταν οι κάλπες. Στην πορεία φάνηκε ότι βασικός στόχος του έγινε, παράλληλα, και η προσπάθεια να μη λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του. Κατάφερε και τα δύο.
Τίποτα απ’ όσα συνέβησαν δεν παραγράφεται στη συλλογική μνήμη, αλλά ο κόσμος επέλεξε όχι να τα αμνηστεύσει, αλλά να τα παραβλέψει. Οπως και να ’χει, σήμερα ο Μητσοτάκης επιβεβαίωσε την παντοδύναμη πρωθυπουργία του και αυτό του δίνει μια ανέλπιστη ευκαιρία να κυβερνήσει τούτη τη φορά με τρόπο που να απευθύνεται πραγματικά στους πολλούς. Είναι στο χέρι του αν θα αρπάξει την ευκαιρία ή θα τη σπαταλήσει, όπως «αποπειράθηκε» την προηγούμενη τετραετία.
Ο Μητσοτάκης κατάφερε να τοποθετηθεί στην εκλογική σκακιέρα ως η πρακτικά μοναδική πρόταση διακυβέρνησης:
• Πέτυχε να επιβάλει μια αυστηρή κομματική πειθαρχία, ακόμα και στο ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών.
• Φρόντισε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη μισή δουλειά που έκαναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καυτηριάζοντας τα προβλήματα χωρίς να προτείνουν πειστικές λύσεις.
• Χρησιμοποίησε την επικοινωνία σε όλα τα μέτωπα, από την εικόνα του μέχρι τη μαζική στήριξη από τα ΜΜΕ και την προσέγγιση των νέων στα social media.
• Ο Μητσοτάκης πέρασε επιτυχώς την εικόνα του μοναδικού «επαγγελματία» υποψηφίου απέναντι σε «ερασιτέχνες» αντιπάλους.
Δεν άφησε αναξιοποίητες ούτε τις δύο χρυσές ευκαιρίες της «στιγμής». Με αφετηρία την πανδημία, όλοι δέχτηκαν έναν μεγαλύτερο ρόλο του κράτους στην οικονομία, κάτι συμβατό με την παραδοσιακή ατζέντα της Κεντροαριστεράς, όμως αντίθετο με τις πεποιθήσεις Μητσοτάκη υπέρ του «μικρού κράτους». Προσαρμόστηκε γρήγορα στα δεδομένα της κρίσης και «έπαιξε» με τους έκτακτους κανόνες, μοιράζοντας χρήμα με σερί επιδόματα, «κλέβοντας» έτσι το παραδοσιακό όπλο παροχών της Κεντροαριστεράς.
Η δεύτερη ήταν ότι στις παρούσες συνθήκες υψηλού πληθωρισμού, επιτοκίων και αυξημένου χρέους η Κομισιόν αποφάσισε να κλείσει στο εξής την κάνουλα των δημοσιονομικών παροχών. Η αντιπολίτευση δεν είχε πια άπλετο χώρο για υποσχέσεις στους ψηφοφόρους. Ο Μητσοτάκης έχει μπροστά του καθαρό ορίζοντα. Οι ψηφοφόροι τού έδωσαν τη σπάνια ευχέρεια να προχωρήσει χωρίς το άγχος μιας ισχυρής, και κυρίως ικανής, αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το Κέντρο το έχει αλώσει και το «παραδοσιακό» κοινό της Ν.Δ. εξακολουθεί να τον στηρίζει. Η μεγαλύτερη πίεση που θα δεχτεί θα είναι από την πτέρυγα της ενισχυμένης «αντισυστημικής» Δεξιάς. Πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις οι δεξιές ή κεντροδεξιές κυβερνήσεις υιοθετούν εν τέλει πολιτικές μιας πιο συντηρητικής ατζέντας, ώστε να μην «αιμορραγήσουν» από τα δεξιά.
Ισως, όμως, ο μεγαλύτερος αντίπαλος για τον Μητσοτάκη να είναι πλέον ο εαυτός του. Ναι μεν επέδειξε, σύμφωνα με το αποτύπωμα της κάλπης, μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ευελιξία στη διαχείριση κρίσεων, αλλά, όπως φάνηκε στην προηγούμενη θητεία του, μπορεί να εγκλωβιστεί στη δίψα του για εξουσία, με σημάδια αλαζονείας, ενίοτε και ασυδοσίας. Στον Μητσοτάκη δίνεται η ευκαιρία να στρίψει το καράβι, έστω και στη δεύτερη θητεία, από πολιτικές που ενόχλησαν ακόμα ψηφοφόρους του, έστω κι αν τον επέλεξαν ξανά ελλείψει άλλης πρότασης.
Η ακρίβεια που αφέθηκε ανεξέλεγκτη, μια διέξοδος στο θέμα των «κόκκινων» δανείων, η πραγματική ενίσχυση του ΕΣΥ, το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης με μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και του real estate, τα αναπάντητα θεσμικά σκάνδαλα και η ελλειμματική απονομή δικαιοσύνης είναι ζητήματα που βρέθηκαν στο τραπέζι της δικής του πρωθυπουργίας. Ο ίδιος καλείται να τα λύσει τώρα, πριν αυτά κακοφορμίσουν. Η αλήθεια είναι ότι όσοι υποτίμησαν τον Μητσοτάκη ως αντίπαλο εκτέθηκαν. Κι όσοι νικητές, όμως, δεν ερμήνευσαν σωστά ένα αναπάντεχα ευνοϊκό αποτέλεσμα το πλήρωσαν. Τον Σεπτέμβριο του 2019 ο Τσίπρας νόμιζε ότι έλαβε άφεση αμαρτιών για τα πολιτικά «εγκλήματα» των capital controls και της τούμπας στο δημοψήφισμα. Η Ιστορία απέδειξε, με πολύ σκληρό τρόπο για τον ίδιο, ότι δεν ήταν έτσι. Οι ψήφοι είναι πάντα «δανεικές», ποτέ δεδομένες. Οπως τότε δεν έγιναν ξαφνικά όλοι οι Ελληνες αριστεροί, έτσι και τώρα δεν μετατράπηκαν ξαφνικά σε θατσεριστές.
Η παντοδυναμία είναι γλυκιά για κάθε ηγέτη. Κανέναν, όμως, δεν συμφέρει να φοβίσει τους πάντες. Ο Μητσοτάκης κέρδισε πανηγυρικά την εξουσία για μια δεύτερη τετραετία. Το ζητούμενο τώρα είναι να μη χάσει το μέτρο.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ
Πρωθυπουργός της Ελλάδας
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968 και είναι γιος του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στο Χάρβαρντ, με μεταπτυχιακό στο Στάνφορντ. Έκανε πρακτική στις αγγλικές Chase Investment και McKinsey, στην οποία ήταν σύμβουλος το 1995-1997, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε σε θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών Alpha και Εθνική. Για πρώτη φορά εξελέγη βουλευτής της Ν.Δ. το 2004 και το 2013 διετέλεσε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Από το 2016 είναι πρόεδρος του κόμματος και στις 7 Ιουλίου 2019 έγινε πρώτη φορά πρωθυπουργός της Ελλάδας. Μετά τη νίκη του στις εκλογές της περασμένης Κυριακής ορκίστηκε εκ νέου πρωθυπουργός.