Οσοι αρμόδιοι της Ατλαντικής Συμμαχίας και της Ε.Ε. παρακολουθούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι έκπληκτοι με το ανέλπιστο δώρο που έλαβε η Άγκυρα από την Αθήνα
Οι κ. Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας κατά τις περίπου 60 ημέρες των δύο προεκλογικών εκστρατειών δεν άνοιξαν τα χαρτιά τους για τα μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας (Αιγαίο, Μεσόγειος, Κυπριακό, Βαλκάνια, Μεταναστευτικό, ισορροπίες στην Ε.Ε., επιπτώσεις Ουκρανικού, εξοπλιστικό πρόγραμμα), αλλά κρίνουν σκόπιμο -εδώ και ένα 15ήμερο- να συγκρούονται συνεχώς για τη Θράκη!
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Στο εξωτερικό, όσοι αρμόδιοι της Ατλαντικής Συμμαχίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης παρακολουθούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι έκπληκτοι με το ανέλπιστο δώρο που έλαβε η Αγκυρα από την Αθήνα. Οι δε ξένες πρεσβείες στην ελληνική πρωτεύουσα αναρωτιούνται αν οι τρέχοντες χειρισμοί της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν προάγγελο μετεκλογικής έντασης κατά τον διάλογο με την Αγκυρα.
Στο εσωτερικό, το κύριο συμπέρασμα είναι ότι, για μια χούφτα ψήφους, οι κ. Μητσοτάκης και Τσίπρας έδρασαν σαν να μη διδάχθηκαν τίποτα από την ψύχραιμη στάση παλαιότερων ηγετών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιμετώπισαν συναινετικά τα επεισόδια του Ιανουαρίου του 1988 και του Ιανουαρίου του 1990 που είχαν οργανωθεί στην Κομοτηνή από εγκάθετους του γενικού προξενείου της Τουρκίας. Το 1991 το νομοσχέδιο της υφυπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού για την ισοπολιτεία στη Θράκη στηρίχθηκε από το ΠΑΣΟΚ.
Οπως και ο Μ. Εβερτ, το 1995, επικρότησε την απόφαση Παπανδρέου για την κατάργηση της λεγόμενης «μπάρας» που απομόνωνε τις περιοχές των Πομάκων, καθώς και την καθιέρωση χωριστού ποσοστού εισαγωγής μειονοτικών μαθητών στα ΑΕΙ. Το 2023, με τη διπλωματική θέση της Τουρκίας ενισχυμένη διεθνώς, οι πρόεδροι της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ όφειλαν να είναι πιο προσεκτικοί. Αντί να συγκρούονται δημόσια για τους καταγγελλόμενους ως υποχείρια του προξενείου, θα ήταν πολύ καλύτερα να είχαν προλάβει τα αποτελέσματα αυτής ακριβώς της δράσης των Τούρκων διπλωματών και πρακτόρων.
Ομοίως, να είχαν παρεμποδίσει τη ροή μαύρου χρήματος από τη «Διεύθυνση Τούρκων Εξωτερικού και Συγγενών Κοινοτήτων» του υπουργείου Πολιτισμού της γειτονικής χώρας και από τη λεγόμενη «Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τούρκων Δυτικής Θράκης». Προφανώς, η δράση των συγκεκριμένων πολιτευτών της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ ήταν γνωστή επί μακρόν, αλλά δεν συγκίνησε τους προέδρους τους πριν από την κατάρτιση των εκλογικών συνδυασμών.
Στο πλαίσιο αυτό, το λογικό ερώτημα του μέσου πολίτη είναι αν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη Θράκη. Η απάντηση είναι αρνητική. Γιατί, πρώτον, το ελληνικό κράτος εγγυάται ισονομία στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους πολίτες του. Δεύτερον, η ελληνική νομική σκέψη είναι φιλελεύθερη με διαρκή τάση περαιτέρω προστασίας των ευάλωτων ομάδων, αναθεωρώντας επιμέρους ρυθμίσεις. Και, τρίτον, η συντριπτική πλειονότητα των μελών της μειονότητας κοιτάζει προς την προοδευτική Ευρώπη, με το αναβαθμισμένο βιοτικό επίπεδο, και όχι προς την αναχρονιστική Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά την υπονομευτική δράση του προξενείου, οι επισκέψεις Τούρκων αξιωματούχων στις μειονοτικές περιοχές για πολλά χρόνια (Ρ.Τ. Ερντογάν το 2004, Α. Μπαμπατζάν το 2007, Μπ. Γιλντιρίμ το 2012, Μ. Τσαβούσογλου το 2021 κ.λπ.) κύλησαν ήρεμα, χωρίς παρενέργειες.
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τον μελλοντικό συνδυασμό δυνάμεων και εξελίξεων, την ένταση των τουρκικών πιέσεων και -δυστυχώς- ενδεχόμενα πρόσθετα λάθη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Ο Τούρκος πρόεδρος ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει πρόοδος σε επιμέρους αιτήματα της μειονότητας μολονότι τα έχει συζητήσει σχεδόν με όλους τους Ελληνες πρωθυπουργούς από το 2002 ως σήμερα. Γι’ αυτό ο κ. Ερντογάν και οι συνεργάτες του επιδιώκουν πλέον την επίσημη καθιέρωση ενός -μη προβλεπόμενου πουθενά- «διμερούς καναλιού επικοινωνίας για θέματα μειονοτήτων», με σκοπό την απομόνωση της ελληνικής πλευράς σαν να μην είναι μέλος της Ε.Ε. Επομένως, δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν η Αγκυρα κάνει λόγο, σύντομα, για «αδιαλλαξία» της Ελλάδας και στη Θράκη.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης
επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη