Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις πεδίο και προλογίζει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής
Ένα βιβλίο που επιχειρεί να ρίξει φως στη διαχρονική προσπάθεια επικυριαρχίας της Γερμανίας στην Ευρώπη και, κυρίως, στην Ελλάδα κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες από τις εκδόσεις πεδίο. Συγγραφέας του είναι ο αρθρογράφος της «δημοκρατίας» Γιώργος Χαρβαλιάς και το προλογίζει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Το βιβλίο, με τίτλο «Γιαβόλ!», αποτελεί πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο, αφού παρουσιάζει πληθώρα στοιχείων και ξεδιπλώνει την -εν πολλοίς άγνωστη- ελληνογερμανική Ιστορία. Η «κυριακάτικη δημοκρατία» σήμερα παρουσιάζει ένα μικρό μέρος όσων αναφέρονται στο «Γιαβόλ!» και ειδικώς τις αναφορές στη σύγχρονη γερμανική «επίθεση» κατά της Ελλάδας.
Όταν η χρεοκοπία ονομάζεται διάσωση…
Στον απόηχο της κρίσης του 2008 που πυροδότησε η κατάρρευση της Lehman Brothers, οι διεθνείς αγορές αποφάσισαν να σκοτώσουν την ελληνική οικονομία. Με έναν δυσεξήγητο, όσο και αυθαίρετο τρόπο, έκριναν εν μια νυκτί τα (προβληματικά, αλλά όχι πρωτόγνωρα) μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας «μη βιώσιμα». Η έμφαση δινόταν όχι τόσο πολύ στο χρέος, που… ωχριά μπροστά στο σημερινό, αλλά στο έλλειμμα, που ξαφνικά κρίθηκε «μαγειρεμένο» και έπρεπε να αναπροσαρμοστεί από την Eurostat. Επί τω χείρω, βεβαίως.
Η μετωπική επίθεση στα ελληνικά ομόλογα είχε αμιγώς κερδοσκοπικά κίνητρα και το παιχνίδι που παίχτηκε από τα «κοράκια» των αγορών εις βάρος συνολικά του Νότου της ευρωζώνης, με εργαλείο τα λεγόμενα «ασφάλιστρα κινδύνου» (CDS), ήταν αποτέλεσμα ενός πολυσύνθετου σχεδιασμού, ακατανόητου για τους κοινούς θνητούς, αλλά εξαιρετικά προσοδοφόρου για τους εμπνευστές του. […]
Κάπου εκεί κρίθηκε πάλι το ψευδεπίγραφο δίλημμα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Ο πλούσιος ευρωπαϊκός Βορράς, με ηγέτιδα την ενωμένη Γερμανία, αντί να στηρίξει τους αδύναμους εταίρους, που δέχονταν επίθεση, κοίταξε πρώτα απ’ όλα να διασώσει -εις βάρος τους- τις ιδιωτικές τράπεζες. Εκ των υστέρων, χρησιμοποίησε το πλήγμα που δέχτηκαν οι οικονομίες των μεσογειακών χωρών για να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ των πλεονασματικών και των ελλειμματικών ισοζυγίων στην ευρωζώνη. Η συνακόλουθη δανειακή ομηρία των αδύναμων κρίκων του ευρωσυστήματος με τους μηχανισμούς «διάσωσης» ήταν μια αμιγώς γερμανική επινόηση, την οποία αποδέχθηκε κάπως πιο μοιρολατρικά η μονίμως ετεροπροσδιοριζόμενη Γαλλία. Μέσα από την κρίση, η Γερμανία κατάφερε να υποκαταστήσει το ιδιωτικό χρέος του Νότου με διακρατικά δάνεια, τα οποία δεν επιδέχονται αθέτησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επέκτεινε ανέξοδα την επιρροή της αλλά και την εποπτεία της σε χώρες που, παγιδευμένες στην ανελαστική νομισματική διάταξη του ευρώ, δεν κατάφεραν, μετά το πρώτο σάστισμα, να ανατάξουν γρήγορα τις οικονομίες τους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η «διάσωση» ισοδυναμούσε με ντε φάκτο χρεοκοπία. Και, για τον λόγο αυτό, η γερμανική εποπτεία πήρε γρήγορα διαστάσεις πατρονίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση ούτε να αποφασίσουν αν θα υιοθετήσουν τη θερινή ώρα, εφόσον δεν πάρουν πρώτα την άδεια από τη Γερμανία.
Όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά και, πλέον, τώρα που καταλάγιασε η «σκόνη», ευρέως παραδεκτά. Δεν είναι σκοπός αυτού του βιβλίου να τα αναλύσει.
Αυτό που δεν έχει συζητηθεί όσο θα έπρεπε είναι αν η Ελλάδα είχε τρόπο να αντιδράσει για να αποφύγει αυτόν τον ασφυκτικό γερμανικό «κορσέ» και τη δανειακή ομηρία τουλάχιστον ως το 2047.
Το ερώτημα αφορά την πρώτη ελληνική κυβέρνηση, που βρέθηκε αντιμέτωπη με το δίλημμα χρεοκοπία ή «διάσωση». Την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, που αποδέχτηκε το 2010 να οδηγήσει τη χώρα στους «μηχανισμούς στήριξης». Αλλά και τις τρεις επόμενες: Του «τεχνοκράτη» πρώην υποδιοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Λουκά Παπαδήμου, που δέχτηκε τους εξαιρετικά δυσμενείς για τα ελληνικά ταμεία και τις τράπεζες όρους κουρέματος του ιδιωτικού χρέους (PSI), μετατρέποντάς το σε διακρατικό και υπαγόμενο στο (ευεργετικό υπέρ του πιστωτή) αγγλικό δίκαιο. Του Αντώνη Σαμαρά, που στήριξε αυτήν την καταστροφική μεθόδευση και υπέγραψε το δεύτερο Μνημόνιο, και βεβαίως του «ανένδοτου αριστερού», του Αλέξη Τσίπρα, που εξελέγη «για να σκίσει τα Μνημόνια» των προηγούμενων, και έπειτα από ερασιτεχνική διαπραγμάτευση λίγων μηνών, υποχρεώθηκε από τους Γερμανούς να συνομολογήσει κι αυτός ένα τρίτο και βαρύτερο. Πολύ μικροί στο ανάστημα οι πρωθυπουργοί διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, δεν είχαν το θάρρος να κάνουν ό,τι έκανε ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος ή ο Πρωτοπαπαδάκης μπροστά στον γκρεμό: Είτε, δηλαδή, να απειλήσουν πειστικά την ευρωζώνη με ανεξέλεγκτη χρεοκοπία κράτους-μέλους της, όταν ακόμη οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες ήταν εκτεθειμένες στα ελληνικά ομόλογα, είτε να επωμιστούν το εσωτερικό πολιτικό κόστος, με την υποχρεωτική μετατροπή ενός μικρού τμήματος των τραπεζικών καταθέσεων σε κρατικό ομόλογο για να δανειστούν από τους πλουσιότερους Έλληνες και να αποφύγουν την ομηρία, είτε τέλος να επιχειρήσουν μονομερώς αναδιάρθρωση του χρέους (κούρεμα), όπως θα έκανε κάθε εθνικά κυρίαρχο κράτος.
Παρά τις απειλές του τότε διοικητή της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ (Jean-Claude Trichet), ότι θα κόψει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες και θα οδηγήσει την Ελλάδα σε χρεοκοπία, αυτό ήταν ένα εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο. Ο Τρισέ μπλόφαρε. Γιατί την άνοιξη του 2010 οι ιδιωτικές τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας διακρατούσαν τη μερίδα του λέοντος των (υψηλών σε απόδοση) ελληνικών ομολόγων. Σε περίπτωση χρεοστασίου θα ήταν οι πρώτες που θα υφίσταντο τις συνέπειες.
Δεν είναι σαφές έως σήμερα το ακριβές ποσό/ποσοστό ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που βρίσκονταν σε ξένα τραπεζικά χέρια, όταν η Ελλάδα αναγκάστηκε να συρθεί στο πρώτο Μνημόνιο. Στις επίμονες ερωτήσεις του βουλευτή τότε Προκόπη Παυλόπουλου για το ποιοι ήταν οι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων στην κρίσιμη διετία 2009-2011, δεν δόθηκε ποτέ απάντηση. Στο τέλος, μάλιστα, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της τότε ελληνικής κυβέρνησης αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι δεν είναι σε θέση να δώσει ακριβή στοιχεία, γιατί τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που εκδίδονται στο εξωτερικό δεν… φαίνονται στο ηλεκτρονικό σύστημα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι την ώρα που οι ξένες τράπεζες ξεφορτώνονταν πυρετωδώς τα «τοξικά» ελληνικά ομόλογα, οι αντίστοιχες ελληνικές, κατά έναν παράξενο τρόπο, αύξαναν την έκθεσή τους, προσθέτοντας διαρκώς τίτλους στα χαρτοφυλάκιά τους. Μέχρι που ήρθε το… κούρεμα. Και αμέσως μετά η ανακεφαλαιοποίησή τους με τα χρήματα του Ελληνα φορολογουμένου. Η κυβέρνηση Παπανδρέου επί της ουσίας εξαπατήθηκε από τους ξένους τραπεζίτες. Στην κρίσιμη συνεδρίαση του ΔΝΤ τον Μάιο του 2010, που δόθηκε το πράσινο φως για τη στήριξη της Ελλάδας, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ολλανδίας διαβεβαίωναν… με όρκους τιμής την Αθήνα ότι οι τράπεζες των χωρών τους «θα διατηρήσουν τη θέση τους στα ελληνικά ομόλογα». Αλλά την επομένη έψαχναν άρον άρον να τα πουλήσουν. Στη συμπαιγνία συμμετείχε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που μάζευε σαν… κλεπταποδόχος τα ελληνικά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά, αλλά όταν ήρθε η ώρα του PSI, απαίτησε να εξαιρεθούν από τη διαδικασία του κουρέματος. Ο πρώην υπάλληλός της Λουκάς Παπαδήμος απεδέχθη ασμένως αυτήν την αξίωση…
Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, λοιπόν, παρέδωσαν τα κλειδιά της οικονομίας σε τρίτους. Επέβαλαν πολιτικές περικοπών και λιτότητας, με μέτρα που θα ζήλευαν ελληνικές κυβερνήσεις προηγούμενων αιώνων, από αυτές που εκβιάζονταν με κανονιοφόρους, άφησαν τις καταθέσεις των πλουσιότερων Ελλήνων να κάνουν φτερά και επέτρεψαν να αναλάβουν την αναδιάρθρωση του χρέους οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη, με αποτέλεσμα τη διάλυση των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων. […]
Είναι, βεβαίως, αλήθεια ότι τα περισσότερα από τα «εργαλεία απόδρασης» τα είχε η κυβέρνηση που πρωτοβρέθηκε αντιμέτωπη με το δίλημμα «διάσωση ή χρεοκοπία»: Δηλαδή του Γιώργου Παπανδρέου. Και εκείνη ήταν που εγκλημάτησε, κλοτσώντας τις ευκαιρίες τη μία μετά την άλλη. Ο Παπανδρέου εκβιαζόταν από τις αγορές, αλλά είχε μια πληθώρα δυνατοτήτων για να απαντήσει. Και, το κυριότερο, μπορούσε κι αυτός να εκβιάσει τις ξένες κυβερνήσεις.
Δυστυχώς, ο Παπανδρέου, λόγω έλλειψης σφαιρικής αντίληψης του ζητήματος, λόγω παθητικής ιδιοσυγκρασίας, πιθανότατα και λόγω εξαρτήσεων, δυσκολευόταν να φανεί πειστικός ως «αντάρτης» μπροστά στον γερμανικό οδοστρωτήρα. Επιπρόσθετα, δεν κατείχε την τέχνη της διαπραγμάτευσης. Όταν ο επικεφαλής του ΔΝΤ του «έκλεισε το μάτι» προκρίνοντας το κούρεμα του χρέους, στις αρχές του 2010, ο Παπανδρέου, από κοινού με τον υπουργό των Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου, που διαφήμιζε την Ελλάδα ως άντρο διαφθοράς, αλλά αργότερα αποδείχθηκε ότι ο ίδιος κάλυπτε φοροφυγάδες της «λίστας Λαγκάρντ», απέρριψαν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Ο Ντομινίκ Στρος Καν έβλεπε, όπως ακριβώς ο Αμερικανός γκουρού Μπουχάιτ, ότι η καλύτερη λύση για την Ελλάδα ήταν μια επιθετική αναδιάρθρωση χρέους πριν αρχίσει να φορτώνεται με δανεικά. Το ίδιο ακριβώς πρότεινε και ο Γάλλος οικονομολόγος Ματιέ Πιγκάς (Matthieu Pigasse) της Lazard, που πληρωνόταν από την ελληνική κυβέρνηση για να τη συμβουλεύει! Αλλά ο Παπανδρέου δεν ήθελε να ακούσει μια τέτοια λύση. Όπως, βεβαίως, και το Βερολίνο.[…]
Το τραγικό της υπόθεσης ήταν πως ο Παπανδρέου είχε απόλυτη επίγνωση για την πρόθεση του ισχυρού άνδρα του ΔΝΤ να τον βοηθήσει σε μια αναδιάρθρωση. Του την είχε μεταφέρει ο Έλληνας αντιπρόσωπος στο Ταμείο, προκρίνοντας και αυτός με τη σειρά του τη λύση αυτή. Επρόκειτο για τον Παναγιώτη Ρουμελιώτη, έναν ευπατρίδη της πολιτικής, πρώην υπουργό Οικονομικών του Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός παρακάλεσε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο ΔΝΤ το 2010, όταν τα πράγματα είχαν αρχίσει να στραβώνουν για τα καλά. Ο Παπανδρέου επέλεξε τον Ρουμελιώτη γιατί διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Στρος Καν, αφού ήταν φίλοι από τα φοιτητικά τους χρόνια στη Γαλλία. Και ήταν αυτός που μπορούσε να μεταφέρει πιο πιστά από κάθε άλλον τις προθέσεις του στην Αθήνα.
Αλλά όταν έπεσε στο τραπέζι το θέμα της αναδιάρθρωσης, πριν από τη δανειοδότηση, ο Παπανδρέου επικαλέστηκε τα αντίποινα των Ευρωπαίων. Φοβόταν πως ο Τρισέ, επικεφαλής τότε της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα του κόψει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες.
Η τραγική ειρωνεία ήταν πως ο Παπανδρέου είχε πρώτος ανοίξει κουβέντες με το ΔΝΤ για να θορυβήσει τάχα μου τους Ευρωπαίους, αλλά όταν ήρθε η δύσκολη ώρα των αποφάσεων, απέφυγε να εκμεταλλευθεί τα περιθώρια ευελιξίας που του πρόσφερε σιωπηρά ο Στρος Καν μέσω του Ρουμελιώτη. Και ο τελευταίος αναγκάστηκε να διαχωρίσει τη θέση του. Φεύγοντας από το Ταμείο δύο χρόνια αργότερα, έγραψε ένα αποκαλυπτικό βιβλίο, όπου εξηγεί με λεπτομέρειες το παρασκήνιο, «φωτογραφίζοντας» τις τραγικές ευθύνες της τότε ελληνικής κυβέρνησης.
Όταν τον συνάντησα δέκα χρόνια αργότερα στο γραφείο μου, τις πρώτες μέρες του 2022, για να μοιραστώ τις απόψεις του σχετικά με εκείνη την περίοδο, ο Ρουμελιώτης ήταν απόλυτος: «Δεν υπάρχει αμφιβολία», μου είπε, «πως οι Γερμανοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταστροφή της Ελλάδας». Κι όταν τον ρώτησα τι θα είχε κάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου στη θέση του Γιώργου, μου απάντησε λακωνικά: «Θα είχε πει στους ξένους: “Μην ανακατεύεστε στα χωράφια μας. Το χρέος είναι ιδιωτικό”. Και θα είχε προχωρήσει στην άμεση αναδιάρθρωσή του».
Αυτά βεβαίως θα μπορούσαν να γίνουν το 2010. Σταδιακά τα εναλλακτικά μέσα απεγκλωβισμού άρχισαν να φθίνουν. Οι γαλλογερμανικές τράπεζες κατάφεραν πολύ γρήγορα, όπως είδαμε, να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα. Η Ελλάδα σύρθηκε στο πρώτο Μνημόνιο και το Βερολίνο έστειλε στην Αθήνα επιτηρητή για την εφαρμογή των υποχρεωτικών «μεταρρυθμίσεων».
Οι τεχνοκράτες που μετείχαν εκείνη την περίοδο στις διαβουλεύσεις με την ομάδα του Ράιχενμπαχ διαπίστωναν καθημερινά ότι δεν μιλούν με την Κομισιόν, αλλά με την ίδια τη Γερμανία. Ενας φίλος μου, καθηγητής Οικονομικών, που είχε οριστεί εκπρόσωπος της ελληνικής πλευράς σε μια άτυπη επιτροπή εκείνης της περιόδου, θυμάται τον Γερμανό «κομισάριο» να προσέρχεται κατάκοπος στις συσκέψεις, με τη χαρακτηριστική δερμάτινη τσάντα, και να σωριάζεται στην καρέκλα του. «Κουνούσε πού και πού το κεφάλι του συγκαταβατικά, σε ημιληθαργική κατάσταση, και η μόνη διακοπή που έκανε σε όσα του λέγαμε ήταν για να πει: “Οf course, my professor”. Tην επόμενη μέρα βλέπαμε δημοσιευμένα στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης τα εντελώς αντίθετα από όσα είχαμε -υποτίθεται- συμφωνήσει».
Το παιχνίδι έληξε οριστικά με τη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε διακρατικό και την υπαγωγή του στο αγγλικό Δίκαιο, που συνομολόγησαν ο Παπαδήμος και ο Σαμαράς. Ο Τσίπρας απλούστατα δεν είχε κανένα όπλο στη φαρέτρα του για να εκβιάσει, αλλά, αδαής και άπειρος, απέτυχε να το καταλάβει, ενώ ο -υποτίθεται- περισσότερο υποψιασμένος υπουργός του των Οικονομικών, ο Γιάνης Βαρουφάκης, απλά ζούσε τον μύθο του, ηχογραφώντας κρυφά τις συνεδριάσεις του Ecofin. Νόμιζε ότι έτσι θα βρει… το δίκιο του.