Τώρα τρέχει άρον άρον να πάρει πίσω το (αυτοκαταστροφικό για τη χώρα) αίτημα απολιγνιτοποίησης που κατέθεσε πέρυσι
Του Βασίλη Γαλούπη
Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε η διαρροή από το υπουργείο Ενέργειας για την άρον άρον απόσυρση αιτήματος που είχε κατατεθεί πέρυσι στην Κομισιόν αναφορικά με την απολιγνιτοποίηση και τη στρατηγική εφεδρεία της χώρας. Η βιασύνη για το βίαιο λουκέτο στις λιγνιτικές μονάδες μέχρι το 2023 και το 2025 εκθέτει για ακόμα μια φορά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με το υπουργείο Ενέργειας να κάνει νέα κυβίστηση. Η κυβέρνηση, παρά τις «πράσινες» δηλώσεις, ουσιαστικά παραδέχεται, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, ότι υποχρεώνεται να αλλάξει την πολιτική της για τους λιγνίτες, κάνοντας πίσω στο κλείσιμο των μονάδων, με παράταση ως το 2028. Κίνηση που, αν είχε γίνει έγκαιρα, με το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης τον περασμένο Ιούλιο, θα είχε οδηγήσει σε γρήγορη αποσυμπίεση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος.
Σύμφωνα με διαρροές και πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας και δεν διαψεύστηκαν, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα ζητήσει από την Κομισιόν την άμεση απόσυρση του ελληνικού αιτήματος για τη δημιουργία Μηχανισμού Στρατηγικής Εφεδρείας.
Με παλαιότερο αίτημα, η κυβέρνηση ζητούσε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ να τεθούν εκτός εμπορικής λειτουργίας, παραμένοντας ωστόσο σε επιφυλακή επ’ αμοιβή, προκειμένου να υπάρχει μια σχετική ετοιμότητα σε περιόδους αυξημένης ζήτησης ρεύματος.
Συγκεκριμένα, η ένταξη των λιγνιτικών μονάδων στον Μηχανισμό Εφεδρείας σημαίνει πως περνούν στη δικαιοδοσία του ΑΔΜΗΕ, ο οποίος θα τις εντάσσει στο σύστημα μόνο εκτάκτως και σε περιόδους υψηλής ζήτησης ρεύματος. Έτσι, ο λιγνίτης θα έβγαινε ολοκληρωτικά εκτός συστήματος ίσως και πριν από το 2023, ενώ δεν θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ούτε για τη συγκράτηση των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Τώρα, το υπουργείο Ενέργειας επιστρέφει στον ρεαλισμό και αποσύρει το αίτημα που είχε κάνει τον Μάρτιο του 2021 ο Κώστας Σκρέκας, όπως φυσικά παίρνει πίσω και το σκέλος για την αμοιβή της ΔΕΗ ως αποζημίωση για την πρόωρη αδρανοποίηση των λιγνιτικών μονάδων της.
Άνοδος 50% στο μείγμα
Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τις πρώτες κιόλας μέρες του Ιουλίου, τα ποσοστά λιγνίτη στο μείγμα ρεύματος εκτινάχθηκαν, μια σαφής ένδειξη της αλλαγής κυβερνητικής πολιτικής:
•Τον Απρίλιο, και παρά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για αύξηση κατά 50% της παραγωγής λιγνίτη, ο μέσος όρος στο ενεργειακό μείγμα καταποντίστηκε κι άλλο, στο 4,8%.
• Στο α’ τετράμηνο του 2022 η χρήση λιγνίτη στο μείγμα ήταν στο 10,2%, ποσοστό ίδιο με αυτό του 2021. Το πρώτο 20ήμερο του Μαΐου η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροδότηση της χώρας ήταν στο 5,5%.
• Στο δεκαήμερο από 10 έως 20 Ιουνίου ο μέσος όρος χρήσης λιγνίτη για την παραγωγή ρεύματος παρέμενε καθηλωμένος στο 10,5%, ίδιο ποσοστό με αυτά του 2021.
• Στις πρώτες πέντε μέρες του Ιουλίου, όμως, ο μέσος όρος συμμετοχής λιγνίτη στο μείγμα είναι, σύμφωνα με τα χθεσινά στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, στο 16,2%. Είναι η πρώτη φορά που υλοποιείται η δέσμευση Μητσοτάκη από τον Απρίλιο για αύξηση 50% της συμμετοχής λιγνίτη στο μείγμα ρεύματος, που τα τελευταία δύο χρόνια ήταν σταθερά στο 10%.
Τι έκαναν οι άλλες χώρες
Σε μια συγκυρία στην οποία όσες χώρες έχουν κοιτάσματα αξιοποιούν ξανά τον λιγνίτη, με το πράσινο φως της Ε.Ε. πλέον, η Ελλάδα χάνει διαρκώς πολύτιμο χρόνο, επιβαρύνοντας επί μήνες τους λογαριασμούς ρεύματος των πολιτών και τον κρατικό Προϋπολογισμό λόγω των επιδοτήσεων. Κι όλα αυτά εξαιτίας της επιμονής Μητσοτάκη στο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων έως το 2023, με εξαίρεση την μονάδα της Πτολεμαΐδας που προοριζόταν για το 2025. Υπενθυμίζουμε ότι πρόσφατα η Γερμανία ανακοίνωσε πως επιστρέφει εσπευσμένα στον λιγνίτη, η Ιταλία έχει καταρτίσει σχέδιο για αύξηση της παραγωγής στα έξι εν λειτουργία εργοστάσιά της, ενώ η Ευρώπη ήδη έχει αυξήσει τη χρήση λιγνίτη για ρεύμα, για πρώτη φορά την τελευταία πενταετία, κατά σχεδόν 20%.
Το ΥΠΕΝ, βέβαια, είχε καταθέσει το αίτημά του στις Βρυξέλλες την άνοιξη του 2021, σε μια εποχή που ούτε ενεργειακή κρίση υπήρχε ούτε πόλεμος στην Ουκρανία.
Τότε, η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε να καλυφθεί από την Κομισιόν το αίτημα αποζημίωσης που διεκδικούσε η ΔΕΗ προκειμένου να εντάξει τους λιγνιτικούς σταθμούς στον Μηχανισμό Στρατηγικής Εφεδρείας.
Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού αξίωνε αποζημίωση για όσο διάστημα οι τέσσερις λιγνιτικές μονάδες θα παρέμεναν «ζωντανές», σε υπολειτουργία. Από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι και τον Απρίλιο του 2021 η ΔΕΗ παρουσίασε ζημία 140.000.000 ευρώ από τις λιγνιτικές μονάδες, με την επιχείρηση να θέτει χρονοδιάγραμμα λουκέτου έως το 2023, εκτός της νέας μονάδας «Πτολεμαΐδα 5» που πήρε δύο χρόνια παράταση.
ΔΕΗ: Η μετοχή καταρρέει, αλλά τα μπόνους του Στάσση και η βίλα στην Τζια… ανθίστανται
Η μετοχή της ΔΕΗ βουλιάζει! Έκλεισε χθες κάτω από τα 5 ευρώ, για πρώτη φορά από τις 3 Νοεμβρίου 2020, όταν είχε 4,97 ευρώ. Από τα 8,6 ευρώ, που κόστιζε πριν από το φετινό Πάσχα, μετρά απώλειες άνω του 40% της αξίας της.
Για τη διοίκηση Στάσση, όμως, δεν υπάρχουν ιδιαίτερα προβλήματα. Η βίλα στην Τζια χτίζεται και το υπερμπόνους γι’ αυτόν και τα άλλα «γαλάζια» golden boys έχει ήδη καλυφθεί έναν χρόνο πριν από τη λήξη του προγράμματος αγοράς ιδίων μετοχών.
Μάλιστα, ο Στάσσης πήρε κι ένα ακόμα… μπόνους την περασμένη εβδομάδα, ψυχολογικό αυτή τη φορά: την ψήφο της γενικής συνέλευσης για την τριετή ανανέωση της θητείας του. Ο πιο ισχυρός μέτοχος στη Γ.Σ., το Υπερταμείο, που υπάγεται στο ΥΠΟΙΚ, άναψε το πράσινο φως για να συνεχίσει η διοίκηση της ΔΕΗ το έργο της…
Το κυβερνητικό αφήγημα για τον κ. Στάσση, εκλεκτό του πρωθυπουργού, είναι ότι εξυγίανε τη ΔΕΗ στη διάρκεια της πρώτης θητείας του – ένας ακόμα «μύθος» που εύκολα καταρρίπτεται. Από τα 10,5 ευρώ, που είχε φτάσει στο «πικ» της η μετοχή επί εποχής Στάσση, η μετοχή έκλεισε χθες στα 4,94 ευρώ. Και η πραγματική σημερινή αποτίμησή της δεν διαφέρει και πολύ από την εποχή ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν στα 350.000.000 ευρώ.
Από την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, πετώντας έξω το Δημόσιο, η ΔΕΗ έκανε πέρυσι αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 1,35 δισ. ευρώ με τη μετοχή της τότε στα 9 ευρώ. Επίσης, αντί 1,35 δισ. πουλήθηκε το 49% του ΔΕΔΔΗΕ στην αυστραλιανή Macquarie.
Η σημερινή αξία της ΔΕΗ ανέρχεται σε περίπου 2 δισ. ευρώ. Αν, όμως, αφαιρεθούν τα κεφάλαια 2,7 δισ. από την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και την πώληση του ΔΕΔΔΗΕ, τότε βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από τα χρόνια της προηγούμενης κυβέρνησης.
Συνεπώς, απέτυχε η προσπάθεια εξυγίανσης. Κάτι που αποδεικνύεται και από όσα αρνητικά ειπώθηκαν για τη διοίκηση Στάσση στη συνέλευση μετόχων, αλλά και από την εικόνα της επιχείρησης στο ταμπλό.