Ελληνίδα που έφυγε την τελευταία στιγμή από την κόλαση περιγράφει ότι, εδώ και χρόνια, οι ομογενείς ήταν για την Αθήνα μια κοινότητα «αοράτων»
Στην τύχη του εγκατέλειψε τον πολυάριθμο Ελληνισμό της Μαριούπολης το ελληνικό κράτος. Αυτό μόνο μπορεί να συμπεράνει κανείς από όσα ανατριχιαστικά διηγείται στη «δημοκρατία» η Ινα, μια Ελληνίδα που κατάφερε να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της πολιορκημένης πόλης και βρίσκεται πλέον στην Αθήνα. Μια κοινότητα άνω των 100.000 Ελλήνων, εδώ και χρόνια «αόρατων» για την Αθήνα, που δεν είχε φροντίσει ούτε καν να τη «χαρτογραφήσει», ώστε να υπάρχει μια σοβαρή εικόνα, και η οποία πλέον διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο.
Η Ινα, με καταγωγή από το χωριό Σαρτανά, στο οποίο Ελληνες έπεσαν θύματα βομβαρδισμού, κατοικούσε τα τελευταία χρόνια στη Μαριούπολη με τον σύζυγό της και τα δύο της παιδιά.
Ήταν από τους «τυχερούς» που στις 2 Μαρτίου κατάφεραν να εγκαταλείψουν την πολιορκημένη πόλη, μαζί με το κομβόι που διοργανώθηκε για τους δημοσιογράφους και τις προξενικές Αρχές της περιοχής. Οχι γιατί ενημερώθηκε από κάποιον, όχι γιατί υπήρχε κάποιου είδους «συντονισμένη» επαφή μεταξύ των Ελλήνων της περιοχής και των αρμόδιων Αρχών, αλλά γιατί, όπως η ίδια σημειώνει, έτυχε το προηγούμενο βράδυ να δει ένα σχετικό ρεπορτάζ στα ελληνικά μέσα.
«Τυχαία το μάθαμε, από το facebook» συνεχίζει. Προφανώς, όσοι δεν έτυχε ή δεν μπόρεσαν να έχουν πρόσβαση εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν. «Δεν υπήρχε κάποια επίσημη ανακοίνωση. Αν είχε γίνει αυτό, είμαι βέβαιη ότι θα είχε μαζευτεί πολύ περισσότερος κόσμος. Δεν είχαμε καν χρόνο για να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Το είδαμε το βράδυ και το πρωί έπρεπε να φύγουμε».
Στην ερώτηση αν υπήρξε κάποιο είδος ενημέρωσης προς τον Ελληνισμό της πόλης σχετικά με το κομβόι τονίζει: «Δεν επικοινώνησε κάποιος μαζί μας. Πολύ λίγος κόσμος είχε πληροφορίες για το κομβόι. Οταν πήραμε τηλέφωνο, μας είπαν ότι μπορούσαν να πάνε μόνο όσοι είχαν ελληνική ταυτότητα. Χάρη σε αυτή την ευκαιρία σωθήκαμε εγώ και τα παιδιά μου». Σημειώνει, όμως, ότι στην πόλη παρέμεινε ο σύζυγός της, προκειμένου να φροντίσει τους ηλικιωμένους γονείς τους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν. «Πηγαίνετε εσείς και βλέπουμε» τους είπε. Ακολούθησε ένα ταξίδι-θρίλερ από χωριά βομβαρδισμένα μόλις λίγες ώρες πριν, με πτώματα σκεπασμένα στους δρόμους και σπίτια να καίγονται. Τα λόγια της σοκάρουν: «Ενα ταξίδι όλο κλάματα και προσευχές. Εφευγα με δύο μικρά παιδιά και τους γονείς και τον σύζυγο πίσω».
Μιλώντας πλέον από την ασφάλεια του σπιτιού του συγγενικού της προσώπου στο οποίο κατέφυγε και μαθαίνοντας ύστερα από δύο εβδομάδες επικοινωνιακού «μπλακάουτ» ότι και ο σύζυγός της κατάφερε να διαφύγει προς τη Ρωσία, αφού όμως το σπίτι τους κάηκε από τους βομβαρδισμούς, η Ινα αναφέρεται στον Ελληνισμό της περιοχής.
«Στη Μαριούπολη υπάρχουν περίπου 70.000 Ελληνες» σημειώνει, ενώ, μαζί με αυτούς που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή, στα χωριά γύρω ο αριθμός ξεπερνά τους 100.000. Οπως εξηγεί, δυστυχώς, δεν έχουν όλοι ελληνικά χαρτιά, αφού κάποιοι, ειδικά αυτοί στην πόλη, ούτε που γνώριζαν ότι υπήρχε η ευκαιρία να τα «βγάλεις» και συγκεκριμένη διαδικασία. Οι δε προσπάθειες της τελευταίας στιγμής να δημιουργηθεί έστω μια τηλεφωνική «βάση» δεν απέδωσαν καρπούς. Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς εάν στον πλανήτη υπάρχει άλλο κράτος το οποίο να αδιαφορεί κατ’ αυτόν τον τρόπο για το τι συμβαίνει στους ανθρώπους του…
Το παράπονό της σαφές: «Περιμέναμε να παρέμβει η Ελλάδα για να μας επιτραπεί να φύγουμε». Δεν υπήρξε καν συνεννοήση, όμως, σημειώνει. «Ημασταν όλοι σκορπισμένοι σε διαφορετικά σημεία της πόλης, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε ούτε μεταξύ μας».
Ακόμη και τώρα, όμως, ο Ελληνισμός της περιοχής, παγιδευμένος ανάμεσα στην εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων και στους ακραίους των ουκρανικών δυνάμεων, συνεχίζει να ελπίζει σε κάποιο είδος παρέμβασης του ελληνικού κράτους.
Όπως δηλώνει στη «δημοκρατία» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Συντονιστικής Επιτροπής Επαναπατρισθέντων Ελλήνων Ποντίων Αλέξανδρος Ιωσηφίδης, «θα μπορούσε να υπάρξει μια ελληνική παρέμβαση για μια εκεχειρία λίγων ημερών ή ωρών ώστε να φύγει ο κόσμος. Αυτοί εκεί θα πολεμάνε – να φύγουν οι δικοί μας. Υπάρχει ακόμη και τώρα χρόνος». Βέβαια, όπως συμπληρώνει, για να γίνει αυτό θα έπρεπε «να έχουμε πρόσβαση και στον έναν και στον άλλον. Δεν έπρεπε να στείλουμε όπλα». Συνεχίζει δε λέγοντας ότι Ουκρανοί και Ρώσοι, αύριο μεθαύριο, θα τελειώσουν τον πόλεμο, «θα τα βρουν» και εμείς θα έχουμε κάνει εχθρούς, και υπογραμμίζει ότι θα έπρεπε να είχαμε κρατήσει ουδέτερη στάση λόγω ακριβώς της ομογένειας. Ο κ. Ιωσηφίδης, επισημαίνοντας ότι Τούρκοι, Ινδοί, Ισραηλινοί και άλλοι κατάφεραν να απομακρυνθούν με απευθείας παρεμβάσεις είτε του Ερντογάν είτε του Μακρόν προς τις πλευρές των αντιμαχομένων, αναρωτιέται γιατί η Ελλάδα δεν έκανε το ίδιο και εάν οι Ελληνες της περιοχής θα έπρεπε να καταφύγουν σε αυτούς για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους…
Οι δε εικόνες που μεταφέρει από την πολιορκούμενη Μαριούπολη είναι ανατριχιαστικές: «Με τους ανθρώπους με τους οποίους είχα επικοινωνία έχω να μιλήσω πολύ καιρό. Μια οικογένεια με πήρε και μου έλεγε ότι δεν έχουν θέρμανση, νερό, φαγητό, φόρτιζαν τα αυτοκίνητα στο κινητό, έπιναν νερό από τα σώματα του καλοριφέρ. Καταστροφή». Οπως αναφέρει, ασφάλεια δεν υπάρχει πουθενά, καθώς στα ίδια κτίσματα, στα οποία οι άμαχοι έχουν καταφύγει στα υπόγεια, στους πάνω ορόφους παίρνουν θέσεις στρατεύματα, ειδικά της γνωστής «Αζόφ». Το παράπονό του σαφέστατο: «Ανοίγουμε πόρτες για τους ξένους εδώ -Ιρακινούς, Πακιστανούς και λοιπούς-, αλλά τους ορθοδόξους και το αίμα μας το αφήσαμε να πεθαίνει».
Γιατί ο Πούτιν την έχει αναγάγει σε νούμερο ένα στόχο της εισβολής
Η Μαριούπολη λίγο απέχει από το να ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά, με την καταστροφή που συντελείται εκεί να μη συναντάται σε άλλες ουκρανικές πόλεις που έχουν βρεθεί στο ρωσικό στόχαστρο.
Πολλοί άμαχοι εξακολουθούν να μένουν παγιδευμένοι, χωρίς τρόφιμα, νερό και ηλεκτρισμό, οι πληροφορίες βγαίνουν από την πόλη με το σταγονόμετρο, συνηθέστερα αλληλοαναιρούμενες, ανθρωπιστικοί διάδρομοι προαναγγέλλονται αλλά δεν λειτουργούν.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει η απορία τι το τόσο ξεχωριστό συμβαίνει με αυτήν την περιοχή και γιατί ο Βλαντιμίρ Πούτιν την έχει αναγάγει σε νούμερο ένα στόχο της εισβολής του.
Ο ανταποκριτής του BBC Φρανκ Γκάρντνερ επιχειρεί με μια ανάλυση να δώσει αυτή την απάντηση. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, ένας σημαντικός παράγοντας είναι ότι το Τάγμα Αζόφ έχει συνδέσμους στην πόλη. Συνδέσμους που δεν θα επέτρεπαν στον Πούτιν να ολοκληρώσει αυτό που χαρακτήρισε «αποναζιστικοποίηση».
Η στρατιωτική μονάδα, η οποία απορροφήθηκε από την ουκρανική Εθνοφρουρά το 2014, έχει πολλά μέλη στη Μαριούπολη κι αν -όπως λέει η Μόσχα- η δύναμή της αμυντικά δεν είναι τόσο σημαντική, η επιρροή της είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. «Αν και αποτελούν μόνο το πιο μικρό κλάσμα των μαχόμενων δυνάμεων της Ουκρανίας, η παρουσία τους αποτέλεσε ένα χρήσιμο εργαλείο προπαγάνδας για τη Μόσχα, δίνοντάς της ένα πρόσχημα για να πει στους Ρώσους ότι οι νέοι που έστειλαν να πολεμήσουν στην Ουκρανία είναι εκεί για να απαλλάξουν τον γείτονά τους από τους νεοναζί» εξηγεί ο Γκάρντνερ.
«Αν η Ρωσία καταφέρει να συλλάβει ζωντανούς σημαντικούς αριθμούς μαχητών του Τάγματος του Αζόφ, είναι πιθανό ότι θα τους βάλουν να “παρελάσουν” στα ρωσικά ΜΜΕ ως μέρος του συνεχιζόμενου πολέμου πληροφοριών, προκειμένου να δυσφημήσουν την Ουκρανία και την κυβέρνησή της» προσθέτει. Επιπλέον, η Μαριούπολη έχει μεγάλη γεωγραφική αξία, καθώς βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στα ρωσικά σύνορα και αποτελεί ένα πολύ σημαντικό λιμάνι, καθώς συνδέει την Ουκρανία με τη Μαύρη Θάλασσα.
Τέλος, όπως εξηγεί ο καθηγητής Σπουδών Ειρήνης και Συγκρούσεων του πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ Αλεξάντερ Μπέλαμι, για τον Πούτιν έχει γίνει πια και θέμα γοήτρου. Ο Ρώσος πρόεδρος δείχνει αποφασισμένος να βομβαρδίζει τη Μαριούπολη μέχρι να πάρει αυτό που θέλει.