Η ανακατανομή ισχύος, η έλλειψη στρατηγικής και η τουρκική απειλή
- Του δρος Ιωάννη Θ. Μάζη*
Η αιγαιακή πολιτική της Ελλάδος κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο είναι καθ’ όλα ενδεικτική των εγγενών προβλημάτων της ελλείψεως στρατηγικής κουλτούρας μεταξύ των εν Αθήναις ιθυνόντων, γεγονός που συνεχίζει να ισχύει και σήμερα, εν έτει 2022. Επί του εν λόγω στοιχείου βασίζεται η ανάλυση εντός της παρούσης μελέτης και οι συμπαρομαρτούσες συνέπειες που σήμερα γίνονται εμφανείς υπό την μορφήν της ενδοτικής και αποτυχημένης πολιτικής των Αθηνών, επιχειρείται να υπογραμμισθούν.
Αναμφιλέκτως, τα περιθώρια χαράξεως μίας διαφορετικής στρατηγικής πλεύσεως ήταν υπαρκτά εξαιτίας της μείζονος ανακατανομής ισχύος επί πλανητικού και περιφερειακού επιπέδου την επομένη της λήξεως του Ψυχρού Πολέμου, αλλά την προκειμένη συστημική ευκαιρία άδραξε μόνο η Τουρκία, με αποτέλεσμα την πλήρη διατάραξη της ισορροπίας ισχύος εντός του Αιγαιακού Αρχιπελαγικού χώρου.
Συνεπώς, με γνώμονα την υποφώσκουσα αλλά παγίως εκπεφρασμένη επιλογή διεθνοποιήσεως-ουδετεροποιήσεως του διαύλου Δαρδανελίων – Αιγαίου υπό «νατοϊκή σκέπη»2, η Ελλάς θα έπρεπε να ευρίσκεται ενώπιον της προκλήσεως υλοποιήσεως μίας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής. Θα έπρεπε, αλλά δεν το πράττει. Προς τούτο, η στρατηγική συμπεριφορά των παράκτιων κρατών, Ελλάδος και Τουρκίας, εξετάζεται υπό το πρίσμα των εξής ερωτημάτων:
1) Τα σταθερά γεωπολιτικά δεδομένα τα επικαθορίζοντα την κατανομή της ισχύος στο Αιγαίο και τα νέα διακυβεύματα αναδυόμενα κατά την ολοταχώς κατασκευαζομένη νεομετα-ψυχροπολεμική περίοδο.
2) Οι ανεπαρκείς -έως ανύπαρκτες- πολιτικές-στρατηγικές πρωτοβουλίες εκ μέρους της Ελλάδος και η αναποτελεσματικότης των διά την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας.
3) Η μείζων γεωπολιτική σημασία του διαύλου Δαρδανελίων – Αιγαίου και η θέση των εμπλεκομένων δρώντων επί της κλίμακος ισχύος δεν επιτρέπουν εις τους ιδίους τον καθορισμό των εξελίξεων.
Η στρατηγική των μικρών και μεσαίων δυνάμεων, όταν συμπλέκεται με επάρκεια ηγεσίας και βούληση σχεδιασμού, θα ηδύνατο να απαντήσει κατά τρόπο ενεργητικό στις τιθέμενες -διακρατικού επιπέδου- προκλήσεις, ιδίως όσον αφορά την Ελλάδα, η οποία διαθέτει συμφώνως προς το ισχύον Δίκαιο της Θαλάσσης τον κυρίαρχο ρόλο στον Αιγαιακό Αρχιπελαγικό χώρο.
Επί παραδείγματι, η θεμελίωση και η εκτύλιξη πελατειακών σχέσεων (patron-client relations) θα συνιστούσαν μία τέτοιου είδους συμβολή μέσω της διασυνδέσεως συμφερόντων και της εμπεδώσεως δεσμευτικότητος (commitment) μεταξύ της κυρίαρχης ναυτικής δυνάμεως και της επί της παρούσης εξεταζομένης ελληνικής περιπτώσεως.
Τουναντίον, η αποτυχία χαράξεως μιας αναλόγου στρατηγικής συνιστά και την καθ’ εαυτή αποτυχία της ελληνικής στρατηγικής στο Αιγαίο κατά τη νεο-μεταψυχροπολεμική περίοδο, όσον αφορά την αποτρεπτική φήμη, τη διαχείριση του τιθεμένου διλήμματος ασφαλείας και εν τέλει την εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής. Το ουκρανικό ζήτημα και η συγκεκριμένη νατοϊκή και ρωσική διεθνής συμπεριφορά προσφέρουν νέες ευκαιρίες, τις οποίες η Αθήνα και η συρομένη όπισθεν αυτής Λευκωσία δεν αντιλαμβάνονται και δεν αξιοποιούν.
Το κατά Nicholas Spykman «κρηπίδωμα» (rimland) σημειώνει ότι «προς δυσμάς και προς Νότο η φύση προσέφερε τις πιο ευδιάβατες διόδους από την καρδιά της ηπείρου προς τον ωκεανό». Ο Αιγαιακός Αρχιπελαγικός χώρος ευρίσκεται στο επίκεντρο της εν λόγω αναλύσεως, συνιστώντας μείζονα δίοδο προς τη μακιντεριανή ζώνη-άξονα της ευρασιατικής νήσου.
Όπως τονίζει περί του Αιγαίου ο Αχμέτ Νταβούτογλου, συνιστά «το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά – Νότου». Επ’ αυτής της γεωπολιτικής αναγνώσεως εθεμελιώθη -εν τω συνόλω της- η μεταπολεμική αμερικανική υψηλή στρατηγική, κυρίως με άξονα το Δόγμα της Ανασχέσεως (containment), και η αποτύπωση της μακραίωνης βρετανικής υψηλής στρατηγικής ως προς το σκέλος του ελέγχου των «σημείων πνιγμού» (chokepoints) προς αποτροπή της σταθερώς επιδιωκόμενης καθόδου των ηπειρωτικών δυνάμεων στα «θερμά ύδατα». Κατά την περίοδο του νεο-μετα-Ψυχρού Πολέμου η σημασία του Αιγαίου συνεχίζει (Ουκρανία) να είναι καταφανής.
Με τη δυναμική είσοδο της Ρωσικής Ομοσπονδίας εις το πλανητικό ενεργειακό παίγνιο, τη διαπίστωση υπάρξεως κοιτασμάτων εντός της ιδίας της αιγαιακής υφαλοκρηπίδος, τις νέες απειλές για τη διεθνή ασφάλεια εντός της Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής και τον νεοοθωμανικό ρόλο της Τουρκίας διατηρούν το Αιγαίο ως πεδίο ανταγωνισμού και δυνητικής συγκρούσεως.
Η ανακατανομή ισχύος, όμως, μετά το τέλος του διπολισμού, προσέφερε συστημικές ευκαιρίες επεκτάσεως και διευρύνσεως της στρατηγικής προβολής ισχύος για την Τουρκία, εξέλιξη ενισχυθείσα προς πάσα κατεύθυνση εξαιτίας τόσο της παντελώς παρανόμου (και με πλαστές διαπιστώσεις από πλευράς ΝΑΤΟ) διαλύσεως της Γιουγκοσλαβίας (Βαλκάνια) όσο και της εξουθενώσεως του Ιράκ -με επίσης πλαστά στοιχεία παρουσιασθέντα από τον κ. Κόλιν Πάουελ από βήματος Η.Ε. (Μέση Ανατολή)- την επομένη της «Καταιγίδος της Ερήμου». Και τα δύο ουδέποτε τιμωρηθέντα από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Ιδιαιτέρως αναφορικώς με τη δεύτερη περίπτωση, η Τουρκία κατείχε ζωτικά συμφέροντα ταυτιζόμενα με την πρόληψη διαιρέσεως του Ιράκ, τη δήθεν «προστασία της τουρκμενικής μειονότητος», την εξόντωση του PKK (διά της πολιτικής Τραμπ) και την πρόληψη εμφανίσεως ενός εχθρικού, ιρακινού κράτους. Επί του βαλκανικού γεωγραφικού χώρου, η Τουρκία προέταξε την ενίσχυση των φίλιων προς αυτήν κρατών της Αλβανίας και της Βοσνίας, σε συνδυασμό με την εργαλειοποίηση των τουρκικών και των μουσουλμανικών μειονοτήτων ως «στρατηγικών θυλάκων» προωθήσεως των ηγεμονικών συμφερόντων. Εναντι των ανωτέρω αναφερθεισών ιεραρχήσεων εκ μέρους της Αγκύρας η Ελλάδα επέλεξε, κατά βάση, τη στρατηγική του κατευνασμού (appeasement), παραμένοντας εν πολλοίς «παθητικός παρατηρητής» της σταθερής πορείας του γεωγραφικού χώρου προς την ουδετεροποίηση και διεθνοποίηση διά της υπαγωγής σε νατοϊκή εποπτεία, ενδεχόμενο κατά τι εμφανές κρίνοντας εκ της συντηρήσεως και αδυναμίας αποτελεσματικής αποτροπής των προσπαθειών νομιμοποιήσεως των αναθεωρητικών (revisionist) τάσεων της Τουρκίας.
Όπως έχω εγκαίρως επισημάνει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εξ αποκρυπτογραφήσεως των στρατηγικών των Μεγάλων Δυνάμεων και των αντιστοίχων αποκρίσεων των ελληνικών και των τουρκικών κυβερνήσεων: «Αβιάστως μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι η οδός Μπακού-Γκρόζνι-Νοβοροσίσκ-Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη είναι υψηλής “σημασίας” σε ό,τι αφορά τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό ρόλο του βορειοελλαδικού χώρου και του νησιωτικού πλέγματος του Αιγαίου, τα οποία θα ελέγχουν συμπληρωματικά μία από τις σημαντικότερες πετρελαϊκές οδούς της Μεσογείου. […] Η νατοϊκή διαχείριση του αιγαιακού χώρου σ’ αυτήν την περίπτωση αποτελεί το καλύτερο γεωπολιτικό αντίβαρο και γεωστρατηγικό αντίμετρο των ναυτικών μητροπολιτικών δυνάμεων». Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη. Η κυβέρνησις Καραμανλή ανετράπη μετά τα γνωστά «εξ Εσπερίας» αίσχη εις βάρος του τότε πρωθυπουργού και της κυβερνήσεώς του!