Συζητούσαν παραμονή του «Αττίλα»!
Από τον Δ. Παπαγεωργίου
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Κραν Μοντανά, «χάιδευε» τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, την ίδια ώρα που απαιτούσε υποχωρήσεις σε κάθε επίπεδο από την κυπριακή πλευρά και τον Νίκο Αναστασιάδη!
Τα ντοκουμέντα που έφερε στο φως ο Μιχάλης Ιγνατίου επιβεβαιώνουν πλήρως όσους εξ’ αρχής κατέκριναν τη στάση του κ. Γκουτέρες, αλλά και όσους σήμερα είναι σκεπτικοί απέναντι στον μονόδρομο του ΟΗΕ ως μοναδική απάντηση στις τουρκικές αιτιάσεις για λύση δύο κρατών, αφού αναδεικνύουν τον ρόλο του οργανισμού.
Όπως αποδεικνύεται δε, οι λύσεις του ΟΗΕ έρχονται ως «πακέτο» που ως σκοπό έχουν να πείσουν την Τουρκία να εγκαταλείψει τις κόκκινες γραμμές, με συνεχή πίεση για υποχωρήσεις προς την ελληνοκυπριακή πλευρά. Κάτι που, άλλωστε, επανειλημμένα έχουν σημειώσει αναλυτές από Ελλάδα και Κύπρο.
Τα πρακτικά των συναντήσεων του Κραν Μοντανά διαψεύδουν κύκλους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, που τότε προσπαθούσαν να παρουσιάσουν την Τουρκία ως… έτοιμη να αποσύρει τα στρατεύματά της και την ελληνική και κυπριακή πλευρά ως αυτούς που δεν επέτρεψαν την αίσια έκβαση των διαπραγματεύσεων.
Όσα, βέβαια, είδαν το φως της δημοσιότητας δείχνουν τον Νίκο Αναστασιάδη διατεθειμένο να κάνει απαράδεκτες υποχωρήσεις για να συνεχιστούν οι συνομιλίες, αποδεχόμενος ακόμη και… παραμονή του τουρκικού στρατού για ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο -αντίθετα με όσα τότε κυκλοφορούσαν- και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες να παρακολουθεί απαθής τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου να του κάνει «κήρυγμα» για το γιατί πρέπει οι Τούρκοι στρατιώτες να μείνουν στην Κύπρο.
Όπως αναφέρεται στο εμπιστευτικό έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών, κατά τη δεύτερη συνομιλία μεταξύ Γκουτέρες – Τσαβούσογλου έγινε σαφές ότι η Τουρκία δεν συζητούσε καν το ζήτημα της παραμονής των στρατευμάτων της και παράλληλα δεν δεχόταν ούτε καν μείωσή τους, αφού, σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών της γείτονος, οι καιροί είχαν αλλάξει.
Συγκεκριμένα σημειώνεται σε αυτό: «Ο γενικός γραμματέας (Αντόνιο Γκουτέρες) ρώτησε κατά πόσο η Τουρκία θα αποδεχόταν μείωση των στρατευμάτων της στο επίπεδο που προνοεί η συνθήκη συμμαχίας. Ο κ. Τσαβούσογλου υπέδειξε πως η συνθήκη συμμαχίας προνοεί 650 Τούρκους στρατιώτες. Αποδεχτήκαμε αυτόν τον αριθμό το 2004. Ωστόσο, οι καιροί αλλάζουν. Με δεδομένες τις συνθήκες εκτός Κύπρου (Συρία, ενέργεια, τρομοκρατία) ο αριθμός των στρατιωτών θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον συγκεκριμένο, ειδικά αν υπάρχει τουρκική βάση (στο νησί)».
Με απλά λόγια, επικαλούμενος τις ανάγκες των καιρών, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου όχι μόνο δεν συζητούσε την απόσυρση των κατοχικών δυνάμεων, αλλά προσπαθούσε να «νομιμοποιήσει» και την αύξησή τους.
Οπως σημειώνει ο Μ. Ιγνατίου, «είναι φανερό από τη συνομιλία ότι ο κ. Γκουτέρες προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει τον Τούρκο συνομιλητή του, αλλά αυτός είναι ανένδοτος». Συνεχίζει δε: «Σημειώνει, όμως, με απαράδεκτο τρόπο ότι πρέπει να πείσουν τους Ελληνοκυπρίους ότι μια πολύ θετική εξέλιξη στο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον μέσω ουσιαστικών επιχειρήσεων στα τέσσερα άλλα κεφάλαια».
Αυτό, δηλαδή, το οποίο προσπαθεί να πετύχει ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών είναι να πείσει τους Τούρκους ότι τους συμφέρει να «πάρουν τα πάντα» για να πράξουν το αυτονόητο, να σταματήσουν δηλαδή να αποτελούν κατοχική δύναμη. Παρόλο, όμως, που ακόμη και αυτό αδυνατεί να το πετύχει, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, προσπαθεί να καλύψει την τουρκική στάση, προστατεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Τουρκία.
Οι αποκαλύψεις, όμως, δεν αφορούν μόνον την άτεγκτη στάση της Τουρκίας, η οποία δεν συζητούσε καν την αποχώρηση των στρατιωτικών της δυνάμεων από τη Μεγαλόνησο, αλλά και τις «οδυνηρές» υποχωρήσεις τις οποίες ήταν διατεθειμένος να κάνει ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Κύπριος Πρόεδρος είχε δεχτεί να κάνει υποχωρήσεις σε όλο το εύρος του πλαισίου του ΟΗΕ. Δεχόταν όχι μόνον την εκ περιτροπής Προεδρία, αλλά ακόμη και την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων για ένα χρονικό διάστημα, πέντε με επτά χρόνια, με αντάλλαγμα την κατάργηση των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων.