Όλη η ιστορία για το μακρύ ταξίδι τους από το 2018 έως την «αγορά του 21ου αιώνα»
Από την Κύρα Αδάμ
Από τα «σαράντα κύματα» έχει περάσει το διάστημα 2018-2021 η αγορά των γαλλικών φρεγατών Belharra από την Ελλάδα, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι επί των ημερών της ολοκληρώθηκε «η αγορά του 21ου αιώνα» (αεροσκάφη Ραφάλ και φρεγάτες Belharra), αλλά και να επιχειρεί να μεγιστοποιήσει το πρωθυπουργικό πολιτικό όφελος από αυτήν την ελληνογαλλική συμφωνία.
Το τελικό πράσινο φως για την ελληνογαλλική συμφωνία για τις φρεγάτες Belharra δεν δόθηκε ούτε από το Παρίσι ούτε από την Αθήνα. Δόθηκε από την Ουάσινγκτον και από τον πρόεδρο Μπάιντεν κατά την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Μακρόν, ύστερα από το βαρύ «χουνέρι» που επιφύλαξε η αμερικανική κυβέρνηση στη γαλλική αμυντική βιομηχανία, με την ακύρωση της γαλλοαυστραλιανής συμφωνίας για την αγορά από το Σίδνεϊ γαλλικών -συμβατικής τεχνολογίας- υποβρυχίων. Ο πρόεδρος Μπάιντεν, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Γάλλο πρόεδρο, τον ενημέρωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση «θα έδινε εντολή στον Ελληνα πρωθυπουργό» να προχωρήσει στην αγορά των γαλλικών φρεγατών Belharra – κίνηση που ερμηνεύτηκε ως ελάσσονα κίνηση αμερικανικής αβροφροσύνης απέναντι στη σύμμαχο Γαλλία.
Η τωρινή κίνηση Μπάιντεν προς τη Γαλλία ακύρωσε το «βέτο» που είχε ασκήσει τον Σεπτέμβριο του 2020 η κυβέρνηση Τραμπ στον Γάλλο πρόεδρο, όταν στην τότε τηλεφωνική επικοινωνία τους ο πρόεδρος Τραμπ είχε -αυτοβούλως- πει στον κ. Μακρόν ότι οι ΗΠΑ αντιτίθενται στην πώληση των φρεγατών Belharra στην Ελλάδα, διότι τα οπλικά συστήματα που διαθέτουν οι φρεγάτες (NAVAL CRUISE MISSILES) θα μπορούσαν κάλλιστα να πλήξουν από απόσταση 60 nm τα αμερικανικά αεροσκάφη F-35, που τότε ακόμα διαπραγματευόταν ο Τραμπ με τον Ερντογάν.
Η Αθήνα, όμως, είχε ήδη χάσει την ευκαιρία να συμφωνήσει με τη Γαλλία για τις φρεγάτες Belharra από το 2018.
Την άνοιξη του 2018, το Παρίσι είχε προσεγγίσει την κυβέρνηση Τσίπρα, προσφέροντας δύο φρεγάτες Belharra για να αναλάβουν ρόλο ελέγχου και επιτήρησης της Αν. Μεσογείου και του Αιγαίου, ως «απάντηση» στις τότε απειλές Ερντογάν εναντίον της γαλλικής εταιρίας ΤΟΤΑΛ, που επιχειρούσε έρευνες υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ για λογαριασμό της κυπριακής κυβέρνησης.
Οι δύο υπερσύγχρονες γαλλικές φρεγάτες, σύμφωνα με τη γαλλική πρόταση, θα εκτελούσαν αποστολές ελέγχου και επιτήρησης της θαλάσσιας περιοχής και εναερίου χώρου της Αν. Μεσογείου (συμπεριλαμβανομένου και του Αιγαίου), για απειλές που τυχόν θα προέρχονταν από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κατά το πρότυπο του ΝΑΤΟ, που ενεργοποιεί τις δυνάμεις του για απειλές εκτός περιοχής του (out of area threats).
Δι’ αυτού του τρόπου θα δινόταν γαλλική βοήθεια προς την Ελλάδα για τον έλεγχο σε πραγματικό χρόνο των τουρκικών παραβιάσεων από τουρκικά στρατιωτικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία στο Αιγαίο, ενώ θα ελέγχονται και τυχόν απειλητικές ενέργειες της Τουρκίας εναντίον στόχων γαλλικών συμφερόντων (όπως π.χ. οι τουρκικές απειλές εναντίον της ΤΟΤΑL στις έρευνες υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ), που είχαν προκαλέσει την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να αποστείλει το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ στην περιοχή.
Ο κ. Μακρόν ενημέρωσε τότε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για την πρόθεσή του αυτή, αλλά η Ουάσινγκτον παρέπεμψε το Παρίσι να διαβουλευτεί με Ευρωπαίους εταίρους του. Το Βερολίνο ευθέως δεν συμφώνησε να εμπλακεί σ αυτή την περιπέτεια.
Η κίνηση της γαλλικής κυβέρνησης να εκφράσει εμπράκτως την κοινοτική αλληλεγγύη της προς την Αθήνα είχε μια βαθύτερη πλευρά, που θα εξυπηρετούσε τις επίμονες γαλλικές προτάσεις για την προώθηση της ενισχυμένης ευρωπαϊκής άμυνας.
Σταθερή θέση της Γαλλίας ήταν και είναι ότι στον κοινοτικό προϋπολογισμό πρέπει πλέον να δημιουργηθεί ειδικό κονδύλιο που θα καλύπτει τις ενισχυμένες συνεργασίες στον τομέα της ευρωπαϊκής άμυνας. Η γαλλική πρόταση για ενισχυμένη αμυντική συνεργασία με την Ελλάδα εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί την έκφραση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής αλληλεγγύης για πιθανές απειλές από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 2018 η Γαλλία συζητούσε με την κυβέρνηση Τσίπρα ακόμα και την πιθανότητα να απαλλάξει την Ελλάδα από την πληρωμή του leasing των γαλλικών φρεγατών, αν ο κοινοτικός προϋπολογισμός κάλυπτε το κονδύλιο αυτό από τη χρηματοδότηση ενεργειών της ενισχυμένης Ευρωπαϊκής Αμυνας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν τόλμησε -κοιτάζοντας στα μάτια μόνον το Βερολίνο- να εξετάσει την ευκαιρία που προσέφερε η ευνοϊκή -σε σύγκριση με το σήμερα- γαλλική πρόταση, ενώ ποτέ δεν στάθηκε δίπλα στη Γαλλία για «μάχη» στον κοινοτικό προϋπολογισμό υπέρ του καθαρού κονδυλίου για την ενισχυμένη Ευρωπαϊκή Αμυνα. Αντιθέτως, οι βιαστικές κινήσεις του τότε αναπληρωτή υπουργού Αμυνας Φώτη Κουβέλη, ο οποίος ανακοίνωσε ως δεδομένη την παραχώρηση των γαλλικών φρεγατών στην Ελλάδα, κυριολεκτικώς τίναξαν στον αέρα τους τότε λεπτούς χειρισμούς, με τη Γαλλίδα υπουργό Αμυνας κυρία Παρλί να κλείνει με εμφανή δυσαρέσκεια τις τότε διεργασίες – συνομιλίες της κυβέρνησης Τσίπρα για τις φρεγάτες Belharra, στερώντας έτσι από τη χώρα μια από οικονομικής άποψης μάλλον συμφέρουσα συμφωνία σε σχέση με τη σημερινή συμφωνία Μακρόν – Μητσοτάκη.
Οι ατυχείς χειρισμοί της κυβέρνησης Τσίπρα προκάλεσαν ως ήταν αναμενόμενο την μήνιν του Τούρκου προέδρου, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε ευθέως στον Μακρόν, αλλά και στη Μέρκελ και στον πρόεδρο Τραμπ.
Παρά ταύτα η γαλλική κυβέρνηση δεν σταμάτησε τις συνομιλίες με την Αθήνα για μια «καθαρή» πλέον αμυντική συμφωνία με την Ελλάδα, που κατέληξε στη αγορά των αεροσκαφών Ραφάλ και των φρεγατών Belharra από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που αποτελεί «την αγορά του αιώνα» για την παρούσα χιλιετία.
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και αν το προσπαθήσει, δεν θα έχει ποτέ τα «πρωτεία» στην ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία. Τα πρωτεία ανήκουν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος, το 1976, μαζί με τον τότε Γάλλο πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν αποφάσισε να αγοράσει η Ελλάδα από τη Γαλλία τα πρώτα αεροσκάφη Mirage F1.
Η αγορά εκείνη ήταν η πρώτη «αγορά του 20ού αιώνα» για δύο λόγους:
- Ανοιξε τον δρόμο για την εκπαίδευση των Ελλήνων πιλότων σε γαλλικά συστήματα.
- Η αγορά των Mirage F1 το 1976 ουδόλως επιβάρυνε τον ελληνικό προϋπολογισμό, καθώς η αποπληρωμή τους έγινε τότε με αποπληρωμή της Γαλλίας με ελληνικά αγροτικά προϊόντα, καθώς η Ελλάδα δεν ήταν τότε κράτος-μέλος της ΕΟΚ.
Η αγορά των Mirage επαναλήφθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου στην επόμενη «αγορά του αιώνα», όταν το 1985 η ελληνική κυβέρνηση αγόρασε και τα αμερικανικά F16 και τα γαλλικά Mirage 2000.
Τα μυστικά της συμφωνίας και τα ψηφοθηρικά καμώματα του Κυριάκου
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαίρεται ψευδώς και παραπλανά την ελληνική κοινή γνώμη ότι μόνον αυτή κατόρθωσε να κατοχυρώσει ρήτρα αμυντικής συνδρομής στο κείμενο της συμφωνίας με τη Γαλλία, σύμφωνα με το άρθρο 2 της ελληνογαλλικής συμφωνίας, το οποίο αναφέρει: «Τα μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους».
Δηλαδή η Γαλλία και οι γαλλικές εταιρίες συμφωνούν και δεσμεύονται απέναντι στην Ελλάδα ότι σε περίπτωση ειρήνης και πολέμου θα εφοδιάζουν και θα εξοπλίζουν συνεχώς τη χώρα μας με στρατιωτικό υλικό και μέσα.
Αυτή η ίδια ρήτρα, όμως, αναφέρεται σε όλες τις αμυντικές συμφωνίες που έχουμε υπογράψει από συστάσεως του ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα στις αμυντικές συμφωνίες που είχαν υπογράψει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1976 για την αγορά των πρώτων Mirage F1, ο Ανδρέας Παπανδρέου στην «αγορά του αιώνα» με την αγορά των F16 και Mirage 2000 το 1985 και ο Κώστας Σημίτης στη συμπληρωματική αγορά F16 και Mirage το 1999.
Επομένως είναι το ολιγότερο υποτιμητικό για όλους τους προηγούμενους πρωθυπουργούς της χώρας αυτής να ισχυρίζεται τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι πρώτη και μόνον αυτή απ’ όλους μερίμνησε για τη ρήτρα αμυντικής συνδρομής. Είναι κάτι περισσότερο από εμφανές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να αποκομίσει κομματικά οφέλη για τις επόμενες εκλογές, παραποιώντας και διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα απέναντι στους Ελληνες πολίτες.
Η εντύπωση που προσπαθεί με πλάγιους τρόπους να εδραιώσει η κυβέρνηση, προκειμένου «να σαγηνεύσει» με τις ικανότητές της την ελληνική κοινή γνώμη, είναι ότι οι Γάλλοι θα βρεθούν στο πλάι των μαχόμενων Ελλήνων, στην περίπτωση που εκδηλωθεί επίθεση στην ελληνική επικράτεια. Πρόκειται περί απλουστευμένου και υπερ-επικίνδυνου για τα ελληνικά συμφέροντα κυβερνητικού ισχυρισμού, διότι:
- Η συμφωνία και ειδικότερα το άρθρο 2 πουθενά δεν αναφέρεται σε παρουσία προσωπικού των γαλλικών Ε.Δ. στην περίπτωση εμπλοκής της Ελλάδας σε επιχειρήσεις, αλλά μόνο σε γαλλικά μέσα υποστήριξης προς την Ελλάδα με άμεση και συνεχή παροχή στρατιωτικών μέσων. Για παράδειγμα, σε περίπτωση πολέμου η Γαλλία δεσμεύεται να αντικαθιστά τα αεροσκάφη Ραφάλ και τις φρεγάτες Belharra που έχουν πληγεί από τον εχθρό, με την απαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως ότι οι ελληνικές Ε.Δ. διαθέτουν το προσωπικό για να τα χειριστούν.
- Το άρθρο 2 της συμφωνίας παραπέμπει στο άρθρο 51 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ – και αυτό το σημείο αποτελεί -πράγματι- καινοτομία της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, η οποία επέμεινε στη διατύπωσή του στις σχετικές διαπραγματεύσεις με τη γαλλική κυβέρνηση.
Ο ΟΗΕ με το άρθρο 51 δίνει στη χώρα που δέχεται ένοπλη επίθεση το δικαίωμα στην αυτοάμυνα με άρση όλων των περιορισμών που είχε το πληττόμενο κράτος με βάση τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις σε ισχύ. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στην περίπτωση που δεχτεί επίθεση, το άρθρο 51 απαλλάσσει την Ελλάδα από τους περιορισμούς εξοπλισμών που έχει με βάση τις Συνθήκες Λωζάννης και Παρισίων. Δι’ αυτού του τρόπου προφυλάσσεται η Γαλλία από την κατηγορία ότι παραβιάζει διεθνείς συνθήκες και επιπλέον μπορεί να προσφέρει τη στρατιωτική συνδρομή της στους εξοπλισμούς των ελληνικών νήσων που επιτρέπεται στην Ελλάδα να αναπτύξει, έως ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επιληφθεί της σύρραξης.
- Το άρθρο 2 της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας δρα αποτρεπτικά προς την Τουρκία να μη σχεδιάσει και πολύ περισσότερο προχωρήσει σε ένοπλη επίθεση σε βάρος της Ελλάδας διότι θα βρεθεί αμέσως απέναντι σε ισχυρή ελληνική δύναμη πυρός, που διασφαλίζουν τα Ραφάλ και κυρίως οι Belharra (σ.σ.: οι φρεγάτες Belharra δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τους τουρκικούς πυραύλους S-400 διότι δεν μπορούν να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα ραντάρ των πλοίων. Όμως, ούτε και οι τουρκικοί S-400 μπορούν να χτυπήσουν τις Belharra διότι είναι συστήματα μόνον εδάφους- αέρος).
- Η ελληνογαλλική συμφωνία και ειδικότερα το άρθρο 2 θα γίνει αντικείμενο παραποίησης και εκμετάλλευσης από την Τουρκία υπέρ των δικών της ισχυρισμών. Οπως είναι γνωστό, η Τουρκία έχει πολλαπλώς ενημερώσει επισήμως τους διεθνείς οργανισμούς ότι η Ελλάδα εξοπλίζεται εναντίον της Τουρκίας και επιπλέον -μετά τις πρόσφατες δηλώσεις Δένδια και Παναγιωτόπουλου- ότι η Ελλάδα εξοπλίζει τα ελληνικά νησιά. Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία αναμένεται να χρησιμοποιηθεί από την Τουρκία ως έμπρακτη απόδειξη των επιθετικών εξοπλισμών της Ελλάδας σε βάρος της Τουρκίας.
- Η υπεραπλουστευμένη και υπερβολικά επικίνδυνη «λαϊκίστικη» διατύπωση ότι η Γαλλία θα πολεμήσει στο πλευρό της Ελλάδας δημιουργεί τον κίνδυνο να κάνει χρήση η Αγκυρα του άρθρου 2, παρ. 4 του καταστατικού χάρτη και να κατηγορήσει, τη Γαλλία πλέον, για απειλή ή χρήση βίας, έστω και λεκτικά, εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας της. Να ισχυριστεί, δηλαδή, η Τουρκία ότι βρίσκεται σε αυτοάμυνα και να προβεί σε προληπτική άμυνα ή επίθεση.
Τα «ψιλά γράμματα» στο άρθρο 2 του ΟΗΕ
«Τα μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μια ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, σύμφωνα με το άρθρο 51 του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ
Άρθρο 2, παρ 4
«Όλα τα μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών»
Άρθρο 51
«Καμία διάταξη αυτού του χάρτη δεν θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση, έως τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Τα μέτρα που θα παίρνουν τα μέλη των Ηνωμένων Εθνών κατά την άσκηση αυτού του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας θα ανακοινώνονται αμέσως στο Συμβούλιο Ασφαλείας και σε καμία περίπτωση δεν θα θίγουν την εξουσία και την υποχρέωση που έχει το Συμβούλιο Ασφαλείας, σύμφωνα με αυτόν τον χάρτη, να αναλαμβάνει οποτεδήποτε τη δράση που κρίνει αναγκαία για τη διατήρηση ή για την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».