Η κυβέρνηση με την τροποποίηση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα πάει να φιμώσει τους πάντες με πρόφαση την πανδημική κρίση
Απόπειρα ωμής λογοκρισίας αποτελεί η τροποποίηση -προς το δυσμενέστερο- του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα για τις ψευδείς ειδήσεις που προωθεί η κυβέρνηση, με πρόφαση την πανδημική κρίση, προκαλώντας κύμα αντίδρασης από τον πολιτικό, νομικό και δημοσιογραφικό κόσμο.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας βρίσκεται στη διαβούλευση εδώ και λίγα εικοσιτετράωρα, με σκοπό να κατατεθεί εντός των επόμενων εβδομάδων στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με την κυβέρνηση να αυταρχικοποιεί το πλαίσιο για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, με σκοπό να περιορίσει την ελευθερία της έκφρασης στο διαδίκτυο και εν γένει στη δημόσια σφαίρα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το προωθούμενο άρθρο, «Οποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του Τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή».
Τι προβλέπει, όμως, το ισχύον άρθρο του Ποινικού Κώδικα που θέλει να αλλάξει η κυβέρνηση; Οπως αναφέρει, «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις, με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημιά στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή».
Η πρώτη αλλαγή έγκειται στη συμπερίληψη των ειδήσεων που αφορούν τη δημόσια υγεία, κάτι που δημιουργεί, ευλόγως, την εντύπωση ότι η κυβέρνηση θέλει να χρησιμοποιήσει το επίμαχο άρθρο για να φιμώσει τη διαφωνία και τη διαφορετική άποψη σε ό,τι αφορά τον κορονοϊό. Ποιος είναι εκείνος, άραγε, που θα κρίνει αν μια είδηση για την πανδημία είναι ψευδής; Μήπως με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση επιθυμεί να ποινικοποιήσει και την κριτική που της ασκείται για τους χειρισμούς της στην κρίση του κορονοϊού;
Επιπροσθέτως, με τη νέα διατύπωση του άρθρου, η τιμωρία δεν θα επέρχεται μόνο αν υπάρχει το αποτέλεσμα του φόβου, αλλά αρκεί η υπόνοια και μόνο ότι κάποιος, είτε δημοσίως είτε μέσω διαδικτύου, δύναται να προκαλέσει φόβο ή ανησυχία ώστε αυτός να διωχθεί. Θα αρκεί δηλαδή απλώς η έκφραση της γνώμης, ακόμη και αν αυτή δεν παράξει κάποιο αποτέλεσμα.
Είναι πρόδηλο με βάση τα παραπάνω ότι η διάταξη επί της ουσίας αντίκειται στο άρθρο 14 του Συντάγματος, που αναφέρει πως «καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του Τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του κράτους», καθώς και ότι «ο Τύπος είναι ελεύθερος. H λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται», και δύναται να χρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή προς τον σκοπό του περιορισμού της ελευθερίας της ενημέρωσης και της ελευθερίας του λόγου.
Η αλλαγή του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα -το οποίο έπρεπε ούτως ή άλλως να αναθεωρηθεί- προς το αυταρχικότερο προκαλεί γενικευμένη πολιτική «σύρραξη», καθώς όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος, αντιδρούν με σφοδρότητα. Η κυβέρνηση, ωστόσο, δεν φαίνεται διατεθειμένη, προσώρας τουλάχιστον, να κάνει βήμα πίσω.
Βουλευτές Ν.Δ.: Απαραίτητη η θεσμική θωράκιση
Μιλώντας στη «δημοκρατία», βουλευτές της κυβερνώσας παράταξης προτάσσουν την ανάγκη να προστατευθεί η δημόσια υγεία σε καιρούς πανδημίας, επιμένοντας πως πρέπει να υπάρξει θεσμική θωράκιση έναντι της διοχέτευσης και αναπαραγωγής fake news.
Ο Γιάννης Λοβέρδος, δημοσιογράφος και βουλευτής Δυτικού Τομέα Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας, δήλωσε στην εφημερίδα μας πως «η διασπορά των ψευδών ειδήσεων έχει πάρει κολοσσιαίες διαστάσεις στην εποχή μας. Ιδίως μέσω του ίντερνετ και των social media, όλοι έχουμε πέσει θύματα αυτής της κατάστασης. Και όλοι μας έχουμε παρασυρθεί ορισμένες φορές από τη βιασύνη του ίντερνετ για να αναπαράξουμε ειδήσεις οι οποίες αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν πραγματικές. Αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να το αλλάξουμε. Από τη μια, με την υπευθυνότητα των πολιτών να μην υποκύπτουν στην ευκολία των συνωμοσιολόγων και των διακινητών των fake news. Και, από την άλλη, με μια ισχυρότερη νομοθεσία, που θα προστατεύσει την ενημέρωση του ελληνικού λαού».
Την ίδια ώρα, ο δημοσιογράφος, βουλευτής Μαγνησίας και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Χρήστος Μπουκώρος σημείωσε, μιλώντας στη «δημοκρατία», πως «οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, ειδικά όταν αυτοί αγγίζουν την προστασία της δημόσιας υγείας και κατ’ επέκταση την προστασία του πολυτιμότερου αγαθού, που είναι η ανθρώπινη ζωή, δικαιολογούν την ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών».
Στο ίδιο μήκος κύματος «εξέπεμψε» και η Φωτεινή Πιπιλή, δημοσιογράφος και βουλευτής Α’ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία δήλωσε στη «δημοκρατία» πως «σε καταστάσεις έκτακτες, όπως πολέμου ή προσπάθειας ανατροπής δημοκρατικού πολιτεύματος, σε ακραίες καταστάσεις, όπως η παγκόσμια πανδημία του κορονοϊού, η προσαρμογή των νόμων έρχεται να συμπληρώσει κενά με ένα και μόνο σκεπτικό: Οτι η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η επανάληψή τους από ΜΜΕ ή κυρίως από το ανεξέλεγκτο, εκ των πραγμάτων, διαδίκτυο έχει αποδειχθεί ότι οδήγησε και οδηγεί συνανθρώπους μας σε όλον τον κόσμο ακόμη και στον θάνατο. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, με την ευρεία έννοια της ελεύθερης δημοσιογραφίας, αλλά εδώ δεν υπάρχει δημοσιογραφία. Μιλάμε για σκοταδιστικές απόψεις ή για χοντρές κονόμες».
Ζήτημα αντιδημοκρατικών και αυταρχικών πρακτικών θέτουν τα κόμματα
Στον αντίποδα, η αντιπολίτευση θέτει ζήτημα αντιδημοκρατικών και αυταρχικών πρακτικών, μιλώντας για μεθόδευση που έχει στόχο τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης.
Ο τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος κατηγορεί την κυβέρνηση για ροπή στον αυταρχισμό, υπερασπιζόμενος ταυτοχρόνως τις επιλογές της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το επίμαχο άρθρο. Οπως δήλωσε στην εφημερίδα μας: «Σε μια σύγχρονη δημοκρατία, η ελευθερία του λόγου είναι εγγυημένη και κατοχυρώνεται συνταγματικά. Ο περιορισμός της και, πολύ περισσότερο, η ποινικοποίηση του λόγου επιτρέπονται μόνο ως εξαίρεση και μόνο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Το άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα έχει συνδεθεί ιστορικά με την προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδίως της πολιτικής ελευθερίας. Γι’ αυτό η μεταρρύθμισή του με τον Π.Κ. του 2019 ήταν γνήσια φιλελεύθερη, καθώς έθεσε αντικειμενικές προϋποθέσεις, ώστε χωρίς να μένουν ατιμώρητες οι πραγματικές προσβολές να μην παραβιάζεται η ελευθερία του λόγου ή να τιμωρείται η έκφραση γνώμης». Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ συμπληρώνει πως «η μεταβολή που επιχειρείται, με το σχέδιο νόμου της Ν.Δ., δυστυχώς όχι μόνο αυστηροποιεί τις προβλεπόμενες ποινές, αλλά κυρίως, μέσα από την ασάφεια της διατύπωσης, δημιουργεί κινδύνους ποινικοποίησης του κριτικού – αντιπολιτευτικού λόγου. Ο πλήρης έλεγχος των ΜΜΕ φαίνεται δεν αρκεί στην κυβέρνηση· θέλει να καθυποτάξει κάθε διαφορετική φωνή! Είναι προφανές ότι, με την επιχειρούμενη τροποποίηση, η Ν.Δ. αφενός εγκαταλείπει ολοκληρωτικά όποια υποψία φιλελευθερισμού διέθετε, αφετέρου αποκαλύπτει ακόμα μια φορά την ακροδεξιά της ροπή στον αυταρχισμό».
Την ίδια ώρα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κινήματος Αλλαγής Μιχάλης Κατρίνης δηλώνει στη «δημοκρατία» πως «έτσι όπως διατυπώνεται η συγκεκριμένη διάταξη, προκύπτει το ερώτημα ποιος θα είναι αυτός που θα αξιολογεί ποια θεωρείται ψευδής δήλωση και ποια όχι. Γιατί σε πολλές περιπτώσεις η ερμηνεία αυτή είναι υποκειμενική. Αν εγώ, για παράδειγμα, διαφωνώ με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης για την εθνική οικονομία και διατυπώνω διαφορετικές εκτιμήσεις, αυτό σημαίνει ότι διασπείρω ψευδείς ειδήσεις;» διερωτάται με νόημα. «Δεν θέλω να πιστεύω», συνεχίζει ο Μιχάλης Κατρίνης ,«ότι η συγκεκριμένη τροποποίηση συνδέεται με μια τέτοια λογική. Πιστεύω, όμως, ότι είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της προχειρότητας με την οποία νομοθετεί η κυβέρνηση».
Το ΚΚΕ, από την άλλη, εκτοξεύει πύρινα βέλη όχι μόνο στην κυβέρνηση της Ν.Δ., αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι διατήρησε το επίμαχο άρθρο στον Ποινικό Κώδικα που κύρωσε το 2019, λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Νίκος Καραθανασόπουλος δηλώνει στη «δημοκρατία» πως η κυβέρνηση «με πρόσχημα διάφορα sites που αναπαράγουν ανυπόστατες ειδήσεις και πληροφορίες για τον Covid-19 και το εμβόλιο, προχωρά σε επικίνδυνες συμπληρώσεις του άρθρου 191 του νέου Ποινικού Κώδικα που έχει τεθεί σε διαβούλευση. Οι νέες αυτές συμπληρώσεις καθιστούν ακόμη πιο αντιδραστικό το ισχύον πλαίσιο, το οποίο βεβαίως διατήρησε και ενίσχυσε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ», όπως καταγγέλλει. Μάλιστα, συμπληρώνει πως «οι γενικόλογες εκφράσεις, όπως “να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται” διαμορφώνουν ένα πλαίσιο-λάστιχο, που χωρά τα πάντα.
Απόψεις, όπως “το ΝΑΤΟ υπονομεύει την αμυντική ικανότητα της χώρας”» ή “η ανάδειξη ελλείψεων στα δημόσια νοσοκομεία” μπορεί να θεωρηθούν ότι κλονίζουν την εμπιστοσύνη; Πρόκειται δηλαδή για μια αντιδραστική αλλαγή, με την οποία επιχειρούν να φιμώσουν όποιον διαφωνεί με την κυρίαρχη πολιτική» καταλήγει.
Σκληρή κριτική ασκεί και ο Βασίλης Βιλιάρδος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ελληνικής Λύσης, δηλώνοντας στην εφημερίδα μας πως «το νέο άρθρο 191 του Π.Κ. είναι ολοκληρωτικής έμπνευσης, αφού δεν απαιτεί πλέον να γίνουν πράξεις ή να υπάρξουν παραλείψεις εκ μέρους των πολιτών, εξαιτίας κάποιας δήθεν ψευδούς είδησης. Αρκείται μόνο στη διαπίστωση ότι είναι ικανή αυτή η δήθεν ψευδής είδηση απλά και μόνο να προκαλέσει ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες, να κλονίσει την εμπιστοσύνη τους στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία. Οσον αφορά το τελευταίο, τη δημόσια υγεία, πρόκειται για μια νέα προσθήκη, η οποία πηγάζει προφανώς από την κυβερνητική πολιτική στο θέμα του κορονοϊού. Γενικότερα, τώρα, θα τιμωρείται κάποιος απλά και μόνο επειδή εκφράστηκε ακόμη και στο διαδίκτυο, χωρίς να απαιτείται να υπάρχει αποτέλεσμα. Ποιος, όμως, θα το κρίνει; Ποιος θα αποφασίσει εάν η έκφραση ενός ανθρώπου είναι είδηση ή απλή σκέψη; Ποιος θα κρίνει ότι αυτή η έκφραση ήταν απλά ικανή να προκαλέσει όλα τα ανωτέρω; Είναι φανερό ότι οι οπαδοί της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης οδηγούν την πλειονότητα των πολιτών σε πλήρη φίμωση, ενδεχομένως με στόχο να δρομολογήσουν ανενόχλητοι όποια σχέδιά τους».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΜέΡΑ25 Κλέων Γρηγοριάδης μιλά, με δήλωσή του στη «δημοκρατία», για «ακόμα μια απόπειρα της κυβέρνησης να ελέγξει τον δημόσιο λόγο και, κυρίως, το διαδίκτυο, με διατάξεις που θυμίζουν άλλες, ζοφερές εποχές. Μια κυβέρνηση που απαγορεύει στους πολίτες της να εκφράσουν οποιαδήποτε -έστω και αιρετική- γνώμη, επικαλούμενη ένα εντελώς αόριστο και ομιχλώδες εθνικό συμφέρον, στην πραγματικότητα ομολογεί και παραδέχεται ότι έχει απολέσει την εμπιστοσύνη τους, όπως και εκείνοι, από την πλευρά τους, έχουν χάσει ανεπιστρεπτί την εμπιστοσύνη τους σε αυτή την κυβέρνηση».
Ο Κλέων Γρηγοριάδης ασκεί ταυτόχρονα κριτική και στην αξιωματική αντιπολίτευση, σχολιάζοντας πως «η ιδιαίτερα έντονη αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί εντύπωση, από τη στιγμή που ως κυβέρνηση είχε νομοθετήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ήδη από το 2019. Η μόνη ουσιώδης προσθήκη είναι ότι τώρα πλέον, μαζί με την εθνική άμυνα και την οικονομία, στο κάδρο των απαγορευμένων προς δημόσια συζήτηση θεμάτων μπαίνουν και οι δηλώσεις που αφορούν την υγεία. Απλώς, ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ έδινε τη δυνατότητα στον δικαστή να επιλέξει σ’ ένα εύρος ποινών από μία μέρα έως τρία χρόνια φυλάκισης, ενώ αυτός της Νέας Δημοκρατίας επιφυλάσσει στον πολίτη που θα κριθεί ένοχος 90 βέβαιες ημέρες στη φυλακή. Διαλέγετε και παίρνετε».