Ένα συνεχές ταξίδι ήταν η ζωή του Μίκη. Τι αποκαλύπτει η κόρη του Μαργαρίτα για τη σύζυγό του και μητέρα της Μυρτώ
Η ζωή του ανυπέρβλητου Μίκη Θεοδωράκη δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα συνεχές ταξίδι μέσα στον χρόνο, με στιγμές που ο χρόνος φαντάζει αιωνιότητα. Ο ίδιος ο συνθέτης πάντα ήθελε να γυρίζει πίσω σε εκείνες τις στιγμές που τον έκαναν να ξεχνά τις δυσκολίες της ζωής και του θύμιζαν την αθωότητα της νιότης του. Άλλωστε πολλά από τα εμβληματικά του τραγούδια έχουν λέξεις που σε γυρίζουν πίσω στα χρόνια της αθωότητας. Στις γειτονιές, στις αυλές, στα λουλούδια που μοσχοβολούν!
«Τα παιδικά μου χρόνια είναι μοιρασμένα στα μέρη που έζησα. Το ίδιο και οι αναμνήσεις. Λέσβος, Γιάννενα (με μικρά ενδιάμεσα στη Σύρο και την Αθήνα), Αργοστόλι. Στην Πάτρα θα πάω στην πρώτη γυμνασίου. Τέλος των παιδικών. Αρχή της εφηβείας. Λέσβος για μένα σημαίνει προπαντός Βαριά, η εξοχή έξω απ’ τη Μυτιλήνη, με το σπίτι πλάι στη θάλασσα, τα δέντρα, τα νερά. Τους κήπους με τα λουλούδια. Και φυσικά, οι γονείς μου, που κάθε μέρα τους ανακάλυπτα και τους αγαπούσα πιο πολύ. Αυτή υπήρξε εξάλλου η κυρίαρχη σχέση σε όλη μου τη ζωή, έως ότου τους έχασα και η γεύση μου άλλαξε ριζικά έκτοτε για τα πράγματα και τους ανθρώπους. Τίποτα δεν ήταν πια ίδιο για μένα. Παππούδες, γιαγιάδες, θείες, θείοι και ξαδέλφια πλημμύρισαν τα παιδικά μου χρόνια μέσα σε ένα συνεχές γαϊτανάκι χαράς. Τα πρόσωπά τους στη μνήμη μου παραμένουν ευγενικά, χαρούμενα, ευτυχισμένα, τις πιο πολλές φορές να τραγουδούν… Αυτή η χαρά, η λουσμένη στο φως, υπάρχει πάντα μέσα μου σαν ένα ανεξίτηλο διαρκές βίωμα και νομίζω πως γι’ αυτόν τον λόγο υπήρξα τόσο αισιόδοξος και τόσο σίγουρος για τις σκέψεις, τα έργα και τις πράξεις μου» έλεγε ο ίδιος στον Θανάση Νιάρχο, πάντα συγκινημένος.
«Η γειτονιά με μεθούσε… Με το παιχνίδι και τους φίλους έχανα τα λογικά μου. Δινόμουν με ψυχή και σώμα σε ό,τι έπαιζα… Και όταν γύριζα εξαντλημένος στο σπίτι, ήμουν μέσα στα χώματα, στις λάσπες και στις μικροπληγές. Εκείνες στα γόνατα και στους αστραγάλους δεν έφευγαν ποτέ. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου πλένει κάθε βράδυ τα πόδια και τον πατέρα μου, καθισμένο σε ειδικό σκαμνάκι, να μου βάζει οξυζενέ, ιώδιο, αλοιφές και επιδέσμους. Ηταν φυσικό να συνδεθώ με φίλους. Μερικοί απ’ αυτούς ξεχώρισαν και συνεχίσαμε να έχουμε επαφή σε όλη μας τη ζωή».
Αργότερα, όταν ο Μίκης θα μεγαλώσει, θα ερωτευτεί. Μια γυναίκα, τη γυναίκα της ζωής του. Τη Μυρτώ Αλτίνογλου. Με αυτή θα πορευτεί ως τον θάνατό του. Για εκείνον η Μυρτώ ήταν τα πάντα. Ακόμα και ως πριν από μερικούς μήνες εκείνος της χάιδευε τα μαλλάκια, εκείνος την έλουζε, εκείνος ήταν τα πάντα για εκείνη. Για 75 χρόνια πορεύτηκαν μαζί. Εκείνη ήταν και μάνα και μάνατζερ της οικογένειας Θεοδωράκη.
«Η μαμά ήταν πολύ δυναμική. Κρατούσε την οικογένεια, κρατούσε τα χρήματα. Ο πατέρας μου χαρτζιλίκι έπαιρνε, δεν είχε ποτέ λεφτά πάνω του. Τα πάντα έλεγχε η μάνα μου και ανακατευόταν με τις συναυλίες σαν μάνατζερ! Πώς ξέρω και στήνω συναυλίες; Μα ήμουν μέσ’ στις συναυλίες από τότε που γεννήθηκα! Να φανταστείτε, τα ηχητικά ήταν των γονιών μου. Είχαν αγοράσει ένα βαν και έβαλαν μέσα τον εξοπλισμό. Απ’ αυτά, τα τεχνικά, μέχρι τα αεροπορικά εισιτήρια, η μάνα μου τα κανόνιζε όλα» θα αναφέρει η Μαργαρίτα σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις για τη γυναίκα μύθο που έμεινε στο πλευρό του πατέρα της ως τον θάνατό του, αν και η επικοινωνία τους ήταν πολύ δύσκολη.
«Ο μπαμπάς μου περνάει τον χρόνο του στο υπνοδωμάτιο, εκτός γραφείου, η μαμά μου στο σαλόνι. Συναντιούνται στο σαλόνι, που η μαμά μου έχει δικό της ειδικό κρεβάτι. Συνεννοούνται, αλλά πια δεν ακούει ο ένας τον άλλο. Πάει ο Μίκης, κάθεται εκεί, της κρατάει το χέρι. “Μίκη μου!” του λέει αυτή… Σκέφτομαι τι θα κάνει ο ένας όταν θα πεθάνει ο άλλος. Τώρα που ο μπαμπάς ήταν στο νοσοκομείο, δεν της το ‘παμε, το ‘μαθε μετά από μια εβδομάδα. «“Τι κάνει ο μπαμπάς;” “Κοιμάται” της λέγαμε. Στο τέλος της είπαμε ότι ήταν για τσεκάπ. Τρέμει η μάνα μου… Οταν δύο γέροι είναι μαζί, φοβούνται τον θάνατο. Το ζω, το βλέπω. Βλέπω και κάτι γεροντάκια που περπατάνε μαζί και απ’ τη μια τους ζηλεύω, γιατί λέω πως ως χωρισμένη δεν θα περπατάω με κανέναν μαζί, αλλά απ’ την άλλη σκέφτομαι πως δεν θα περάσω αυτόν τον τόσο μεγάλο πόνο».