Ο αξεπέραστος μουσικοσυνθέτης θα μείνει για πάντα στην αιωνιότητα
Από τον Νίκο Νικόλιζα
Σκηνές από αρχαία τραγωδία θύμισε ο αποχαιρετισμός του Μίκη Θεοδωράκη από την οικογένειά του, αφού κανείς δεν περίμενε πως ο εμβληματικός συνθέτης θα έφευγε από τη ζωή δίχως να προλάβουν τα παιδιά και τα εγγόνια του να τον αποχαιρετήσουν κρατώντας του το χέρι.
Όλοι είχαν την ελπίδα και την πίστη ότι για μία ακόμη φορά ο Μίκης θα την «έφερνε» στον Χάρο. Μάταια όμως! Ξημερώματα Πέμπτης και η καρδιά του Μίκη άρχισε να βαραίνει, όπως και η ανάσα του. Για δύο περίπου εβδομάδες ο παγκόσμιος Μίκης είχε βαρύνει αρκετά. Σπάνια άνοιγε τα μάτια του, σπάνια μιλούσε, σπάνια είχε όρεξη να φάει. Εχοντας, μάλιστα, δίπλα του τις τελευταίες ημέρες το μηχάνημα οξυγόνου, καθώς και έναν καρδιακό παλμογράφο, η αντίστροφη μέτρηση για το φευγιό του είχε αρχίσει.
Πάντα εκεί στο πλευρό του ο πιο πιστός του άνθρωπος, η οικονόμος του Ρένα Παρμενίδου, η οποία για τον Μίκη ήταν ο φύλακας άγγελός του. Η γυναίκα που του στάθηκε όσο κανείς άλλος και πόνεσε όσο και τα παιδιά του. Άλλωστε, για εκείνη ο Μίκης ήταν η ίδια της η οικογένεια, μιας και του είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά. Εκεί, κάτω από το κρεβάτι και η μαύρη σκυλίτσα του Μυρτώ, που ο Μίκης τα τελευταία χρόνια είχε συνεχώς δίπλα του.
Εκείνη έπαιρνε δίπλα του, ενώ πάντα ζητούσε να τον φωτογραφίζουν μαζί της, δίνοντας έτσι λίγο από το δικό του φως. Ενώ όσο ο Μίκης ήταν καλά εκείνη χοροπηδούσε, τις τελευταίες ημέρες καθόταν υπομονετικά κάτω από το κρεβάτι του, λες και περίμενε τον θάνατό του. «Δεν σηκωνόταν ούτε να φάει» μας λέει άνθρωπος από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ωστόσο, την πιο ανατριχιαστική εικόνα αντίκρισαν οι άνθρωποι που μετέφεραν τη σορό του Μίκη, όπου εκείνη με μάτια θλιμμένα τον «αποχαιρετούσε», καθισμένη στο χαλάκι της εξόδου και χωρίς καμιά αντίδραση.
Στο διπλανό δωμάτιο από εκείνο που έμενε ο Μίκης, δίνοντας μάχη για τη ζωή του, εδώ και χρόνια βρίσκεται καθηλωμένη η πολυαγαπημένη του σύζυγος Μυρτώ, ανήμπορη να τον δει, αλλά και να καταλάβει (λόγω άνοιας) ότι ο άνθρωπος που έζησε μαζί του 75 χρόνια και της αφιέρωσε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του δεν θα ξαναγυρίσει πίσω. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Μίκης μιλούσε δημοσίως για τη Μυρτώ του, αλλά και άλλες τόσες που εξέφραζε την αγωνία του στους φίλους που τον επισκέπτονταν για το τι θα απογίνει εκείνη, εάν φύγει πρώτος αυτός!
Ωστόσο, το χθεσινό πρωινό για την κόρη του Μαργαρίτα δεν ήταν σαν όλα τα άλλα. Οπως κάθε ημέρα, η Μαργαρίτα θα πήγαινε στον μπαμπά της, θα τον φρόντιζε μόνη της, θα του χτένιζε τα μαλλιά και θα τον χάιδευε στο πρόσωπο, δίνοντάς του θάρρος και υπομονή.
Όμως, τα γεγονότα την πρόλαβαν. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η αναστατωμένη φωνή της Ρένας Παρμενίδου για την κατάσταση της υγείας του πατέρα της την έκανε να παγώσει, μιας και της προανήγγειλε ότι ο Μίκης… φεύγει.
Αν και η πολυαγαπημένη του Μαργαρίτα ήταν συνέχεια μαζί του, ωστόσο είχε τόσο πολλά ακόμη να του πει, όμως δεν πρόλαβε… Στις 8.25 το πρωί, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο άνθρωπος που η Ελλάδα πάτησε πολλές φορές πάνω στα τραγούδια του και τους αγώνες του, «έφυγε» σκορπώντας θλίψη σε όλη την οικουμένη!
Κτήμα των Ελλήνων η παρακαταθήκη σου
Αγαπητέ Μίκη,
Δακρυσμένα μάτια, ίσκιοι βουβοί, καημός, αβάσταχτο το δειλινό και τα βουνά κλαμένα.
Σ’ αυτή τη γειτονιά σήμερα βράδιασε νωρίς. Ο ουρανός είναι κλειστός, μοιρολόι της βροχής. Κλάψε, πικρό μου σύννεφο, θα σημάνουν οι καμπάνες.
Στον άλλο κόσμο που θα πας κοίτα μη γίνεις σύννεφο. Πάρε μια βέργα λυγαριά, μια ρίζα δεντρολίβανο και γίνε φεγγαροδροσιά. Γίνε αστέρι κι ουρανός, γίνε καινούργιος δρόμος, να μη βαδίζω μοναχός, να μην πηγαίνω μόνος.
Τώρα που φεύγεις, σε ποια πατρίδα θες να πας; Σε ποιο βουνό, σε ποια πελάγη; Στάσου εδώ, σημαδεμένος απ’ την αγάπη. Στα βήματα του ήλιου, στα περβόλια, στη χαρά, στην άκρη του παραδείσου. Στο παζάρι του ληστή.
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, τέτοια στιγμή, τέτοια ώρα. Όλα σαν όνειρο περνούν, έχει ο Θεός. Η ζωή τραβάει την ανηφόρα. Η ελπίδα που έλεγες… Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
Είναι μακρύς ο δρόμος σου, κάνε κουράγιο. Ταξίδι στο άπειρο, όταν σταματήσει ο χρόνος.
Αγαπητέ Μίκη,
ανοίγω το στόμα μου, γιγάντιες σκέψεις. Εκείνα που είχα να σου πω θέλω να τραγουδήσω. Τα μονοπάτια της φωνής σου, ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού. Ο ύπνος σε τύλιξε. Να ‘χα τ’ αθάνατο νερό… Καληνύχτα. Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας σε ευγνωμονεί.
ΥΓ.: Το παραπάνω κείμενο αποτελείται αποκλειστικά από 41 τίτλους αξέχαστων τραγουδιών του ανεπανάληπτου Μίκη και τέσσερις στίχους. Μια πρόχειρη σύνθεση από τον πλούτο των ποιητών και των στιχουργών που μέσω της μουσικής του έγινε κτήμα όλων των Ελλήνων. Αιωνία η μνήμη του.
Δημήτρης Ριζούλης