Απολύτως εκτεθειμένη είναι η κυβέρνηση για την παρ’ ολίγον υπουργοποίηση του Ευάγγελου Αποστολάκη, όχι μόνο για το φιάσκο που ακολούθησε της άρνησής του να δεχτεί τον υπουργικό θώκο, αλλά και εξαιτίας της αρχικής επιλογής του για το σημαντικό αξίωμα.
Κι αυτό διότι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης προ διετίας, το 2019, ως αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε επιτεθεί με σφοδρότητα στον ναύαρχο ε.α., επειδή ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να τον ορίσει υπουργό Εθνικής Αμυνας, μετά την αποχώρηση του Πάνου Καμμένου λόγω Σκοπιανού.
Καταγγέλλοντας τότε στη Βουλή την υπουργοποίησή του, ο νυν πρωθυπουργός είχε πει επί λέξει: «Με την εξαίρεση του κ. Χηνοφώτη, που όμως πρώτα αποστρατεύτηκε, ύστερα εξελέγη βουλευτής και μετά υπουργοποιήθηκε, όχι, βέβαια, στο υπουργείο Αμυνας, ο τελευταίος ήταν ο κ. Σπαντιδάκης που ορκίστηκε αρχηγός του ΓΕΣ την 21η Απριλίου. Για την πρώτη φορά Αριστερά όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα».
Η αναφορά αυτή είχε προκαλέσει την οξεία αντίδραση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, που κάλεσε τον αντίπαλό του να ανακαλέσει. «Συγκρίνατε τον Βαγγέλη Αποστολάκη με τον αρχηγό της χούντας Σπαντιδάκη. Δεν σας επιτρέπω να προσβάλλετε έναν άνθρωπο και το δημοκρατικό φρόνημα των Ενόπλων Δυνάμεων» είχε υποστηρίξει, με τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη να επισημαίνει πως «καμία κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης δεν παραβίασε τον άγραφο κανόνα διάκρισης μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Σέβομαι τον ναύαρχο Αποστολάκη ως αρχηγό ΓΕΕΘΑ, αλλά θεωρώ ότι έκανε λάθος που δέχτηκε την πρότασή σας».
Σημειωτέον πως η χθεσινή επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη προκαλεί αλγεινή εντύπωση, όχι μόνο επειδή πρόκειται για έναν πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και επειδή ο Ευάγγελος Αποστολάκης είχε συνυπογράψει την κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών. Την είχε, μάλιστα, υποστηρίξει με πάθος, ισχυριζόμενος την άνοιξη του 2019 πως αποτελεί ένα «μοναδικό παράδειγμα επίλυσης μακροχρόνιων διμερών διαφορών με χρήση ειρηνικών μέσων, με σκοπό τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στα δυτικά Βαλκάνια».