Η διαδικασία για να προμηθευτεί το ελληνικό κράτος αντισώματα ήταν απλή: Χρειαζόταν μόνο άδεια εισαγωγής και χρήσης από τον ΕΟΦ
Ακόμα όμως και αν τα συγκεκριμένα φάρμακα (η χρήση του μονοκλωνικού αντισώματος της Regeneron και του σκευάσματος της Lilly) δεν είχαν την τελική έγκριση της αρμόδιας επιτροπής του ΕΜΑ, οποιοδήποτε κράτος-μέλος θα μπορούσε μεμονωμένα να τα εισαγάγει, καθώς η μη έγκριση δεν ισοδυναμεί με απαγόρευση κυκλοφορίας.
Μιλώντας με εκπροσώπους φαρμακευτικών εταιριών, μας εξήγησαν πως το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να είχε προμηθευτεί έγκαιρα φάρμακα μέσω διμερών συμφωνιών με τις εταιρίες, όπως άλλωστε έκαναν και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Η διαδικασία για να προμηθευτεί το ελληνικό κράτος αντισώματα ήταν απλή: Χρειαζόταν άδεια εισαγωγής και χρήσης από τον ΕΟΦ, και με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα θα μπορούσε να δεσμευτεί μια ποσότητα φαρμάκων από τις μητρικές εταιρίες παραγωγής, μας είπαν, προσθέτοντας πως την περίοδο του χειμώνα το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να είχε προμηθευτεί 3.000 δόσεις μηνιαίως.
Όπως μας εξήγησε ο καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας του ΑΠΘ και επιστημονικός αντιπρόσωπος στην επιτροπή (CHMP) του ΕΜΑ, «ο οργανισμός έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα προς τα κράτη, δεν παίρνει αποφάσεις. Αν η Ελλάδα ήθελε να αδειοδοτήσει ένα φάρμακο, θα μπορούσε να το κάνει».
Δεύτερο κυβερνητικό επιχείρημα είναι πως τα φάρμακα αυτά δεν είναι απολύτως αξιόπιστα. Και αυτό το επιχείρημα όμως στερείται βάση, καθώς αμφισβητείται άμεσα από την πρακτική που ακολουθούν μια σειρά κρατών, όσο και από τα αποτελέσματα δεκάδων ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Οι κλινικές μελέτες που έχουν γίνει στη θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα προσφέρουν θεραπευτική ικανότητα γύρω στο 85%. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι πάνω από 8 στους 10 ανθρώπους που νόσησαν από κορονοϊό θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει την εισαγωγή στις ΜΕΘ και πολλοί εξ αυτών να σώσουν τη ζωή τους.
Τι σημαίνει αυτό για τα ελληνικά δεδομένα; Πως τουλάχιστον 5.000 άνθρωποι που νόσησαν από κορονοϊό και βρέθηκαν διασωληνωμένοι στις ΜΕΘ θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει. Ακόμα χειρότερα, χιλιάδες άνθρωποι που έχασαν τη μάχη με τον ιό σήμερα θα μπορούσαν να είναι εν ζωή.
Ακόμα όμως και αν οι κλινικές μελέτες δεν είναι απόλυτα ακριβείς και το ποσοστό έπεφτε από το 85% στο 50% ή και στο 40%, οι ΜΕΘ δεν θα είχαν «κρασάρει». Θα μπορούσαν να είχαν σωθεί άνθρωποι, τα νοσοκομεία δεν θα έμοιαζαν με βομβαρδισμένα τοπία και η οικονομία δεν θα «μάτωνε» από το πιο παρατεταμένο lockdown της Ευρώπης.
Το αχρείαστο ρίσκο
Το τρίτο κυβερνητικό επιχείρημα που έχει ακουστεί ανά καιρούς είναι πως τα φάρμακα συνιστούσαν αχρείαστο ρίσκο. Ίσως αυτό να είναι το πιο ανεδαφικό επιχείρημα που έχει ακουστεί από αρμόδια κυβερνητικά και επιστημονικά χείλη, δεδομένου πως, μαζί, επιστήμονες και κυβέρνηση είχαν πάρει το ρίσκο για το εμβόλιο της AstraZeneca, χωρίς μάλιστα εμείς να γνωρίζουμε οτιδήποτε.
Κοινώς, οι ίδιοι άνθρωποι που παραδέχθηκαν πως έλαβαν ρίσκο με τη χορήγηση του AstraZeneca στους ανθρώπους κάτω των 60 ετών, σταθμίζοντας την κατάσταση και αποφασίζοντας πως τα θετικά στοιχεία (τείχος ανοσίας) είναι περισσότερα από τα αρνητικά (επιπλοκές), δεν μπορούν να μιλάνε για αχρείαστα ρίσκα όταν η κουβέντα φτάνει στο φάρμακο.
Ολιγωρία ή ανεπάρκεια από την κυβέρνηση;
Το «ερώτημα του ενός εκατομμυρίου» είναι γιατί η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε τέτοια ολιγωρία στην προμήθεια του φαρμάκου έναντι του κορονοϊού. Για ποιον λόγο, όταν τα υπόλοιπα κράτη προχωρούσαν σε συμφωνίες με τις πολυεθνικές για την εισαγωγή του φαρμάκου, η ελληνική κυβέρνηση δεν προχώρησε στην άμεση προμήθειά τους;
Σε αυτό το ερώτημα ασφαλείς απαντήσεις δεν υπάρχουν. Οπως γνωρίζουμε από το ρεπορτάζ, το ζήτημα του φαρμάκου είχε τεθεί στην επιτροπή των εμπειρογνωμόνων από δύο μέλη της. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη διαδικασία, ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, είχε ξεκαθαρίσει ότι μπορούν να εισαχθούν είτε με εθνική άδεια είτε με κατ’ εξαίρεση εισαγωγή μέσω του ΥΦΕΤ.
Ωστόσο, τα μέλη της επιτροπής, για λόγους άγνωστους μέχρι σήμερα, δεν άναψαν ποτέ το πράσινο φως. Ποιοι, λοιπόν, είναι πιθανώς οι λόγοι για τους οποίους ακόμα και σήμερα δεν έχουμε το φάρμακο;
Ο πρώτος έχει να κάνει με τις πολιτικές και επιστημονικές αποφάσεις που πάρθηκαν. Κυβέρνηση και επιτροπή πιθανώς θεώρησαν πως η εισαγωγή του φαρμάκου θα αποθάρρυνε πολύ κόσμο από τον εμβολιασμό, καθώς πολλοί συμπολίτες που είχαν ενδοιασμούς για το εμβόλιο θα εφησύχαζαν με την ύπαρξη του φαρμάκου και δεν θα εμβολιάζονταν.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με τη διοικητική ανεπάρκεια της κυβέρνησης και τη λογική οπισθοχώρησης που επιδεικνύει σε όλα τα μεγάλα θέματα. Τα φάρμακα έχουν μικρή παραγωγή και, όταν βγήκαν στην αγορά, οι μεγάλες δυνάμεις έτρεξαν να κάνουν κρατήσεις. Από αυτή τη μάχη, και για να μη «σπάσει αβγά», η ελληνική κυβέρνηση απείχε, με αποτέλεσμα να μη λάβει δόσεις φαρμάκου. Ενδεικτικό της πίεσης που υπήρξε από τα κράτη για την αγορά της θεραπείας με τα μονοκλωνικά είναι πως, από τις 1.000.000 δόσεις της Lilly, οι ΗΠΑ δέσμευσαν 600.000, ενώ η Γερμανία πήρε από τη Regeneron 200.000 δόσεις.
Η υπόθεση του φαρμάκου δεν είναι συζήτηση που αφορά το παρελθόν, αλλά επιτακτική ανάγκη για το άμεσο μέλλον. Τα κρούσματα έχουν φτάσει τα 3.000, το 4ο κύμα είναι εδώ και το υγειονομικό προσωπικό βρίσκεται κυριολεκτικά στα όριά του ύστερα από 16 μήνες διαρκούς μάχης στα νοσοκομειακά ιδρύματα.
Οπως μας είπε ο διευθυντής της ΜΕΘ του «Παπανικολάου» Νίκος Καπραβέλος, «η θεραπευτική αντιμετώπιση του ιού μέσω του φαρμάκου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ασθενών που δεν μπορούν να εμβολιαστούν ή τα εμβόλια δεν τους πιάνουν, θα βοηθήσει και θα σώσει ανθρώπινες ζωές».
«Τα εμβόλια και τα φάρμακα δεν είναι έννοιες αντιπαραθετικές -όπως πολλοί θέλουν να αφήνουν να εννοηθεί-, αλλά συμπληρωματικές και, όταν έρθουν στην Ελλάδα, θα είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια μας» συμπλήρωσε.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, αν δεν θέλει να περάσουμε ένα ακόμα «μαύρο» φθινόπωρο, θα πρέπει να προχωρήσει τώρα στη χορήγηση των φαρμάκων, ώστε, συνεπικουρικά με τα εμβόλια, να σώσει ανθρώπινες ζωές, να δώσει «ανάσες» στο ΕΣΥ μειώνοντας τις διασωληνώσεις και, τέλος, να προστατεύσει την οικονομία από ένα νέο lockdown.
Η πανδημία είναι πολύ σημαντικό θέμα για να συνεχίσει να αντιμετωπίζεται με επικοινωνιακό τρόπο.