Η υπουργός Παιδείας ζήλεψε τη δόξα της Ρεπούση και στο όνομα της καινοτομίας προωθεί προγράμματα σπουδών στα οποία θα δίνεται έμφαση στο ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο γίγνεσθαι και όχι στο ελληνικό
Προβληματισμό γεννούν σε γονείς και εν γένει στους Έλληνες πολίτες που ανησυχούν για την απόπειρα διαστρέβλωσης της εθνικής ταυτότητάς μας στο όνομα της «καινοτομίας» όσα το υπουργείο Παιδείας διοχετεύει σχετικά με τα «νέα προγράμματα σπουδών» της Ιστορίας στα ελληνικά σχολεία, από το δημοτικό έως το λύκειο. Ειδικά όταν κανείς διαβάζει ανάμεσα σε αυτά που προγραμματίζονται ότι η έμφαση θα δίνεται στην… Ευρωπαϊκή και την Παγκόσμια Ιστορία, αντί της Ελληνικής, στις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου. Περαιτέρω ανησυχία προκύπτει όταν αυτή η «καινοτόμος προσέγγιση» συνοδεύεται από τσιτάτα περί «επικοινωνίας της Ιστορίας με τις κοινωνικές επιστήμες».
Προσεγγίσεις που δικαίως κάνουν αρκετούς, οι οποίοι στο παρελθόν έχουν δει τέρατα στον χώρο της Παιδείας, να γίνονται σκεπτικοί. Και όταν υπάρχει το παράδειγμα της Ρεπούση, την οποία φαίνεται ότι προσπαθεί να ξεπεράσει η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, μοιάζει πιθανό το ενδεχόμενο να μας… αλλάξουν εντελώς την Ιστορία. Ειδικά εάν σκεφτεί κανείς τι έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, παραδείγματος χάριν, στα βιβλία των Θρησκευτικών, όπου στο όνομα της «καινοτόμου προσέγγισης» είδαμε ακόμα και… μιναρέδες σε εξώφυλλα, ο προβληματισμός εντείνεται.
Με δεδομένο ότι πολλές φορές έως σήμερα ο χώρος της Παιδείας έχει γίνει πεδίο προσπάθειας κοινωνικής μηχανικής, διά της επιβολής του αφηγήματος της ενίοτε κυβέρνησης, αυτή η δυσπιστία, ειδικά όταν διαφημίζεται διά της «ριζοσπαστικής αλλαγής» του τρόπου διδασκαλίας της Ιστορίας, δημιουργεί έντονες επιφυλάξεις.
Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, τα προγράμματα σπουδών είναι έτοιμα και περιμένουν την έκδοσή τους σε ψηφιακή μορφή, ώστε να «επισημοποιηθούν» μέσω επίσημων υπουργικών αποφάσεων και ΦΕΚ.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης, καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ και συντονιστής των εκπονούντων τα προγράμματα σπουδών της Ιστορίας, έχει γίνει προσπάθεια «εξορθολογισμού» της ύλης, αφού οι σχολικές τάξεις σπάνια κατορθώνουν να ολοκληρώσουν τη διδακτέα ύλη μιας σχολικής χρονιάς. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με πληροφορίες, το ζήτημα της προτεραιοποίησης του τι θεωρείται σημαντικό και τι όχι από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, το οποίο θα εγκρίνει τα νέα βιβλία, θα αποτελέσει πεδίο «ιδεολογικής διαμάχης» μεταξύ διαφορετικών αναγνώσεων της Ιστορίας.
Όπως αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης σχετικά με τη διάρθρωση του μαθήματος της Ιστορίας, στο πλαίσιο της «ενιαίας κουλτούρας προσέγγισης της Ιστορίας» στο δημοτικό και το γυμνάσιο, η διάταξη της ύλης ακολουθεί το παραδοσιακό σχήμα «Αρχαιότητα – Βυζάντιο (Μέσοι Χρόνοι) – Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή». Όμως η αναλογία μεταξύ ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας δεν είναι η ίδια. Οι μαθητές στο δημοτικό θα διδάσκονται περισσότερο ελληνική Ιστορία, στο γυμνάσιο όμως η έμφαση δίνεται στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια Ιστορία. Ταυτόχρονα, όπως σημειώνει, έχουμε αλλαγή του ίδιου του αντικειμένου του μαθήματος της Ιστορίας στην γ΄ λυκείου, καθώς στο μάθημα κατεύθυνσης της τάξης αυτής εντάσσεται ένα εξίσου πρωτοποριακό αντικείμενο, η διδασκαλία της θεωρίας και της μεθοδολογίας της Ιστορίας, με τον τίτλο «Το εργαστήρι της Ιστορίας».
Κάτι που θυμίζει έντονα τη θρησκειολογική προσέγγιση των Θρησκευτικών, που, αντί να μυούν τα Ελληνόπουλα στον χριστιανισμό, πρόσφεραν μια γενικότερη εκπαίδευση περί θρησκειών, με σκοπό ίσως και την εξοικείωσή τους με τις άλλες θρησκείες που εισάγονται στη χώρα μας.
Είναι σαφές ότι αυτού του είδους οι προσεγγίσεις μπορεί να αποτελούν και προσπάθεια απόκρυψης μιας «ουδετεροποίησης» της ιστορικής προσέγγισης, καθώς έχουν σκοπό να μετατρέψουν τον μαθητή σε «παρατηρητή» της Ιστορίας, αντί να γίνει κοινωνός της ιστορίας των προγόνων του και του δικού τους αγώνα, ο οποίος του εξασφάλισε την ελευθερία και πολλά από αυτά που σήμερα απολαμβάνει.
Πάντως, θετικό πρόσημο θα πρέπει να έχουν η προσπάθεια της εκτεταμένης χρήσης εποπτικού υλικού και η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία, που, σύμφωνα με πληροφορίες της «δημοκρατίας», πήραν μεγάλες διαστάσεις ειδικά το τελευταίο διάστημα, καθώς δάσκαλοι και καθηγητές αποφάσισαν να εντάξουν, στο πλαίσιο των ιστορικών αναφορών τους στα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, υλικό από το διαδίκτυο, από τις πολλές και αξιόλογες προσπάθειες που έγιναν από ιδιώτες, οι οποίες αναδείχθηκαν και από την εφημερίδα αυτή. Ίσως στο υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε να προσεγγίσουν κάποιους από αυτούς, αντί να ενδοσκοπούν διαρκώς.