Με τον βίο, την πολιτεία και το ήθος του διδασκάλου, σκηνοθέτη και ηθοποιού διαφωνεί και εξεγείρεται η κοινωνία (πλην των επαγγελματιών ομοτέχνων), και θεωρεί πιθανώς «αυτά όλα, τα οποία αφορούν την προσωπική του ζωή, καταδικαστέα και αποτρόπαια», και τον ίδιον «επικίνδυνο», ωστόσο είναι αναμφισβήτητη η θεατρική του παιδεία και επάρκεια, αφού, με τις ιδιαίτερες αρετές με τις οποίες τον προίκισε αφειδώς η φύση, κατόρθωσε με «βαθιά υποκριτική τέχνη» να «εξαπατήσει» την κοινωνία και τα κυβερνητικά στελέχη, αλλά και επιφανείς «προσωπικότητες των γραμμάτων» και ιδιαίτερα «των τεχνών».
- Από τον Νίκο Παπουτσόπουλο
Οι θεατρικές και διδασκαλικές ικανότητες και εμπειρίες, οι δεκαετίες που υπηρετεί την Παιδεία και τον Πολιτισμό ανέδειξαν τον homme de théâtre διευθυντή του «εποπτευόμενου» οργανισμού, του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο στόχο έχει την προαγωγή της πνευματικής καλλιέργειας των πολιτών και τη διαφύλαξη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας. Η θεατρική τέχνη του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή, άλλωστε, προσέφερε στην κυβέρνηση λαμπρή ευκαιρία να «μετατρέψει τη δοκιμασία σε αληθινή αναγέννηση» και παράλληλα τον κόσμο «του Πολιτισμού ενωμένο να εργαστεί για μια θεσμική θωράκιση απέναντι σε αυτά τα νοσηρά φαινόμενα», τα οποία προκαλούν το δημόσιο αίσθημα και απαξιώνουν τον πολιτικό λόγο.
«Θα δώσουμε τη μάχη μαζί με όλη τη θεατρική οικογένεια» αναφέρει η ανακοίνωση του «εποπτευόμενου» Εθνικού Θεάτρου, το οποίο η αρμόδια υπουργός θωράκισε με την επιλογή του κατάλληλου διευθυντή, «την Πολιτεία και το σύνολο του καλλιτεχνικού και εργασιακού δυναμικού μας για να αποσυνδεθεί στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας κάθε επίμεμπτη συμπεριφορά ατόμων από τη λειτουργία και το κύρος των θεσμών της τέχνης και του πολιτισμού, τους οποίους οφείλουμε να διαφυλάξουμε, να θωρακίσουμε και να ενδυναμώσουμε».
Την εύρυθμη λειτουργία και προαγωγή των τεχνών, το κύρος των θεσμών του πολιτισμού, τα αγαθά της εθνικής κληρονομίας προάσπισε υποδειγματικά η κυρία υπουργός, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Μητσοτάκη, αφού «χάρη σε εκείνη προχωρούν μεγάλα έργα, όπως το Ελληνικό, η Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Κι ας έχει αστοχήσει επικοινωνιακά. Εγώ πρώτος σας το λέω ότι ήταν λάθος της κυρίας Μενδώνη να χαρακτηρίσει τον κ. Λιγνάδη “επικίνδυνο”». «Επικίνδυνος», πιθανώς, διευθυντής «εποπτευόμενου» φορέα του «επιτελικού κράτους» με υποκριτική δεινότητα «εξαπάτησε» την κυρία υπουργό, η οποία στην ομιλία της έσπευσε να διασπείρει την πολιτική ευθύνη «σε αυτούς που λένε ότι ξέρανε και δεν λέγανε», όπως «επικίνδυνες» πιθανώς πολιτικές επιλογές, που επισπεύδουν τις μεγάλες και θαυμαστές επενδύσεις, «εξαπατήσουν» τις προσδοκίες για την ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού και την αξιοποίηση της εθνικής κληρονομίας.
Η κυρία υπουργός Πολιτισμού, σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, «έχει πολλάκις συνδέσει το όνομά της με καταστροφικές για τον πολιτισμό επιλογές, όπως η μεθοδευμένη καταστροφή των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου, οι απαράδεκτες επεμβάσεις στην Ακρόπολη και η προσπάθεια διάλυσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με την αλλαγή νομικού καθεστώτος στα κρατικά μουσεία, ενώ είναι τοις πάσι γνωστές οι μεθοδεύσεις για τη χειραγώγηση κορυφαίων θεσμικών οργάνων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, με καταστροφικά για την πολιτιστική κληρονομιά αποτελέσματα».
Επιλογές μεγαλόπνοων έργων ιδιαίτερης πολιτισμικής αξίας, που αντικαθιστούν με σεβασμό και ευλάβεια τα υλικά ίχνη των ιστορικών περιόδων, τα μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα και τα πολυτελή θέρετρα που πρόκειται να κατακλύσουν με θηριώδη ύψη τους ελάχιστους ελεύθερους χώρους, οι οποίοι ακόμη διατηρούν αλώβητο το φυσικό κάλλος και τις μαρτυρίες του παρελθόντος. Εκεί όπου πολιτικές αποφάσεις επιλέγουν την καταστροφή ή την ανάδειξη, σύμφωνα με τις ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις και τα κομματικά ή «εθνικά» συμφέροντα.
Τις αριστερές πεποιθήσεις και ιδεολογίες που κυριαρχούν στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων και στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, και παρεμβάλλουν προσκόμματα στο αναπτυξιακό έργο της κυβέρνησης καταγγέλλει ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, και επικροτεί την αποφασιστικότητα της υπουργού Πολιτισμού, η οποία με «επιστημονική επάρκεια», με όραμα, πίστη και θάρρος «ξεμπλοκάρει» τα μεγάλα έργα που αναδεικνύουν τους θησαυρούς του ελληνικού πολιτισμού. Τις εμμονές, προκαταλήψεις και απίστευτες ενέργειες που καθυστέρησαν την οικονομική ανάπτυξη στη μνημονιακή περίοδο είχε στηλιτεύσει και ο πρώην πρωθυπουργός και «εμπνευστής» της επένδυσης στο Ελληνικό Α. Σαμαράς. Στην πανηγυρική εκδήλωση «Ελληνικό: πρωτεύουσα των επενδύσεων» (αρχές Οκτωβρίου 2019), ημέρα που η Hard Rock International κατέθεσε την προσφορά της στον διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό για το «Ολοκληρωμένο Τουριστικό Συγκρότημα με Καζίνο», ο κ. Σαμαράς είχε δηλώσει: «Τώρα ήρθε η ώρα να αλλάξει η ρότα, να βάλουμε στις σωστές ράγες όλο το πρόγραμμα κι ελπίζω, όταν αυτό το έργο ολοκληρωθεί, τότε και μόνον τότε όλοι εκείνοι που το πολέμησαν να καταλάβουν τι κακό κάνανε στον τόπο, που δεν βρήκανε πάνω από δέκα χιλιάδες παιδάκια νωρίτερα δουλειά να ‘χουνε». «Έχουμε εμπειρία σε επιτυχημένα επιχειρηματικά σχέδια και δεν θα σας απογοητεύσουμε. Η Αθήνα είναι ένας προορισμός διεθνούς αναψυχής και πρέπει να έχει δραστηριότητες αναψυχής, όπως καζίνο», σύμφωνα με την εξαγγελία του Jim Allen, προέδρου της Hard Rock International, που προκάλεσε τον άκρατο ενθουσιασμό του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, αφού «η επένδυση θα είναι ένα έργο-κόσμημα, με σεβασμό στην τοπική κουλτούρα της χώρας», ο οποίος επιδοκίμασε: «Είναι ένα έργο εθνικής σημασίας. Θα συμβολίζει τη νέα Ελλάδα, την Ελλάδα που θέλουμε, της προόδου, την ανταγωνιστική Ελλάδα των θέσεων εργασίας, των ξένων επενδύσεων».
Οι «επιστημονικές επάρκειες» της κυρίας υπουργού (σύμφωνα επίσης και με το κείμενο που υπογράφουν διαπρεπείς εκπρόσωποι από τον χώρο του πολιτισμού, πολλοί από τους οποίους διευθύνουν «εποπτευόμενους» από το υπουργείο φορείς ή που αναμένουν την εύνοια της χρηματοδότησης), όπως και οι μεγάλες επιτυχίες της στην προαγωγή του κυβερνητικού έργου, τα λαμπρά επιτεύγματα επιτάχυνσης δημόσιων έργων και ιδιωτικών επενδύσεων προκάλεσαν τον φθόνο του κόσμου των τεχνών και του πολιτισμού, όπως και η «θεατρική επάρκεια», η υποκριτική χάρις, η αναγνώριση της καλλιτεχνικής προσφοράς και η επαγγελματική άνοδος του τέως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου διήγειραν τα συναισθήματα μίσους και ζηλοφθονίας των «αριστερών» μέτριων ηθοποιών.
Την αδιαμφισβήτητη «επιστημονική επάρκεια» της κυρίας υπουργού, που επιβεβαιώνει άκαιρα και αδόκιμα το κείμενο των προσωπικοτήτων του πνεύματος και της τέχνης, ασφαλώς «ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον», αφού η κυβέρνηση ήδη της παρέδωσε την ηγεσία του ευαίσθητου υπουργείου Πολιτισμού, μεταξύ άλλων, πιθανώς «επαρκέστερων επιστημονικά» αρχαιολόγων με πλούσιο έργο και διεθνή αναγνώριση.
Η άσκοπη και ανώφελη διατράνωση και επαναβεβαίωση της εκτίμησης της «επιστημονικής επάρκειας» της κυρίας υπουργού (αντί της διαχειριστικής και της επικοινωνιακής επάρκειας), επομένως, υποτιμούν την επιστημονική της πληρότητα, ενώ υποβαθμίζουν την κυβερνητική επιλογή, όπως και τη «θεσμική» και «προβλεπόμενη από τον νόμο» «θεατρική επάρκεια» του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, του αριστούχου αποφοίτου της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, του επί σειράν ετών διδασκάλου στο Τμήμα Θεάτρου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, στο Ναύπλιο, σε δραματικές σχολές, του διευθυντή της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου καθώς και αναπληρωτή διευθυντή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Θέατρο Πάνθεον, του επί σειράν ετών υπευθύνου του θεατρικού ομίλου στα Αρσάκεια Σχολεία και στο Κολλέγιο Ψυχικού.
Η αποκάλυψη ενός «επικίνδυνου» διευθυντή, σύμφωνα με την ομολογία της υπουργού Πολιτισμού, σε «εποπτευόμενο» οργανισμό κατέδειξε τη χρησιμότητα της κυρίας υπουργού στο πολύπλευρο κυβερνητικό έργο, καθώς ένας βαρύς χαρακτηρισμός και ένα «επικοινωνιακό ολίσθημα» δημιούργησαν στον κ. πρωθυπουργό, ανάμεσα σε συγκαλύψεις και συμψηφισμούς, το κατάλληλο κλίμα για «αναστοχασμό» (!) και ομολογία της χυδαιότητας της εξουσιαστικής βίας, την οποία, άλλωστε, βιώνουν αναγκαστικά οι πολίτες στη μακρά διάρκεια των συνεχών κρίσεων, με δημοσιονομική πειθαρχία άλλοτε και άλλοτε με υγειονομική υπακοή, με την κατάλυση των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και την απαξίωση της αξιοπρέπειας.
«Επικοινωνιακό ολίσθημα» της κυρίας υπουργού το οποίο δίχασε τους εκπροσώπους της τέχνης και του πολιτισμού, καταδίκασε δημοκρατικά την «αριστερή» ιδεολογία, η οποία παρακωλύει την «ανάπτυξη» και την «πρόοδο» των μεγάλων επενδύσεων, αλλά και που δημιούργησε τις έντονες αντιθέσεις και προβληματισμούς επιφανών μελών του κόμματος, ώστε υποχρέωσε τον κ. Μητσοτάκη να απαιτήσει κομματική συμμόρφωση και πειθαρχία, αφού η κυρία υπουργός Πολιτισμού είχε ήδη διευκολύνει το επενδυτικό πρόγραμμα και τα αναπτυξιακά οράματα της κυβέρνησης. Αλλά τα οράματα για την Παιδεία, τον Πολιτισμό και τις Τέχνες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του «σκοταδισμού και της συντήρησης» είχαν ασμένως εκχωρήσει, εύκολη λεία, στις εμμονικές αριστερές ιδεολογίες της «αλλαγής και της προόδου», προκειμένου να λειάνουν τις ενοχές του παρελθόντος και να ενισχύσουν την ευπιστία και την αφέλεια των ψηφοφόρων για τις μεγάλες κοινωνικές μεταλλάξεις.
Αυτοκριτικές, «αναστοχασμοί» και ευαισθησίες είχαν ωθήσει έναν πρώην γενικό γραμματέα του πολύπαθου υπουργείου Πολιτισμού (και ex officio πρόεδρο του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου!) στην παραίτηση και σε απόπειρα αυτοκτονίας, ύστερα από τη δημοσιοποίηση ενεργειών οι οποίες μείωσαν την ηθική υπόσταση της κυβέρνησης και ερέθισαν το κοινό αίσθημα.
Στους «αναστοχασμούς», στις «δακρυρροούσες» εξομολογητικές απολογίες της κυβέρνησης και τις εναίσιμες διατριβές υποστήριξης της κυρίας υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού εκ μέρους των διαπρεπών εκπροσώπων του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου, ο κ. Μητσοτάκης, στην έξαρση της λοιμικής και της κορύφωσης των κοινωνικών αδιεξόδων, ανακαλύπτει πως «η εξουσιαστική βία εναντίον του πιο αδύναμου -και ιδιαίτερα κατά παιδιών- δεν έχει πολιτική απόχρωση. Είναι μαχαίρι που πληγώνει οριζόντια ολόκληρη την κοινωνία» (!). Ανακαλύπτει όψιμα ο κ. πρωθυπουργός, με ηγετική οξύνοια, επικοινωνιακή πληρότητα και «επιστημονική επάρκεια», τα θλιβερά και ολέθρια αποτελέσματα της επίμονης εξουσιαστικής βίας προς τα ασθενή, τα «ελλείποντα» και αδύναμα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία πολιτικές πρόνοιες και επιλογές οδήγησαν στα όρια της εξαθλίωσης, των κοινωνικών αποκλεισμών, της πενίας και της πνευματικής ένδειας.