Η ΠτΔ παρασημοφόρησε τον 97χρονο εφοπλιστή Ιάκωβο Τσούνη, που δώρισε όλη την περιουσία του στο Στράτευμα
Δεν υπάρχουν μόνο… Λιγνάδηδες, «λάσπες» και «βούρκος» σε αυτή τη χώρα, αλλά και η άλλη πλευρά, η αισιόδοξη και ενθαρρυντική για την επόμενη μέρα της Ελλάδος. Αυτήν εκφράζει στον απόλυτο βαθμό ο 97χρονος εφοπλιστής Ιάκωβος Τσούνης, ο οποίος δώρισε στον Ελληνικό Στρατό όλη την περιουσία του και παρασημοφορήθηκε χθες από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου για τη σημαντική προσφορά του.
Η δωρεά του κ. Τσούνη στην Αμυνα ανέρχεται στα 23.000.000 ευρώ, τα οποία κατά κύριο λόγο έχουν διατεθεί για ανακαινίσεις ολόκληρων πτερυγών και κλινικών σε στρατιωτικά νοσοκομεία της χώρας. Παράλληλα, έχει προχωρήσει στη δωρεά 60 αποβατικών πλοίων στις Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ έχει διαθέσει όλη την ακίνητη και κινητή περιουσία του στο Στράτευμα. Σπουδαία είναι και η συνεισφορά του στην Εκκλησία και στον πολιτισμό, αφού κατά τη διάρκεια της ζωής του έχει συμβάλει σημαντικά για την ανέγερση εκκλησιών και μουσείων, όπως αυτό του Αιγίου, που φέρει μάλιστα και το όνομά του. Δημιούργημά του επίσης είναι το μουσείο που βρίσκεται παραπλεύρως της μόνιμης κατοικίας του στην οδό Κύπρου, στου Παπάγου.
Στο Προεδρικό Μέγαρο η κυρία Σακελλαροπούλου επέδωσε το Παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της Τιμής στον εφοπλιστή Ιάκωβο Τσούνη για τη σημαντική προσφορά του, ιδιαιτέρως για τη συμβολή του στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην τελετή παρέστησαν ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, ο υφυπουργός Εθνικής Αμυνας Αλκιβιάδης Στεφανής και ο αρχηγός Γενικού Επιτελείου Στρατού, αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος.
Μετά την επίδοση του παρασήμου, η κυρία Σακελλαροπούλου τόνισε την ευγνωμοσύνη της πατρίδας για την προσφορά του Ιάκωβου Τσούνη: «Με ιδιαίτερη χαρά και ευγνωμοσύνη απονέμω σήμερα τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής στον κύριο Ιάκωβο Τσούνη. Τιμώ τον πατριώτη που διακρίθηκε για την προσφορά του στην πατρίδα ήδη από την εφηβική του ηλικία, όταν στα 16 του χρόνια κατατάχθηκε εθελοντής στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο. Τον ρέκτη επιχειρηματία που δεν επαναπαύθηκε στις επιτυχίες του, αλλά έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία όσων έχουν ανάγκη, ενισχύοντας το έργο συλλόγων, ιδρυμάτων, επιτροπών και φορέων. Τον φύλακα της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, δραστήριο συλλέκτη εθνικών και εκκλησιαστικών κειμηλίων, τα οποία προσέφερε στους συμπατριώτες του, δημιουργώντας το μουσείο που φέρει το όνομά του στην πόλη του Αιγίου. Και πάνω απ’ όλα τον εθνικό ευεργέτη, που ακολουθώντας τη μακρά παράδοση των εθνικών δωρητών όχι μόνο έχει ήδη ενισχύσει σημαντικά τις Ενοπλες Δυνάμεις, αλλά προτίθεται να κληροδοτήσει σε αυτές το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του. Η πράξη του αυτή, η οποία αποτελεί το επιστέγασμα της συνολικής του προσφοράς, είναι βαθύτατα πατριωτική και παραδειγματική για όλους τους Έλληνες».
Ο Ιάκωβος Τσούνης γεννήθηκε στην Πάτρα και είναι απόγονος των αγωνιστών του 1821 Λονταίων και Πετμεζαίων. Πολέμησε σε ηλικία 16 ετών στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940. Είναι ο νεότερος παλαίμαχος του αντιναζιστικού και αντιφασιστικού πολέμου με διεθνή αναγνώριση. Τη συμμετοχή του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν αναγνωρίσει όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Ξεκίνησε ως εκτελωνιστής στον Πειραιά. Το 1966 εισήλθε στη ναυτιλία ως εφοπλιστής, αποκτώντας συνολικά 13 εμπορικά πλοία και σχηματίζοντας μεγάλη περιουσία. Από τότε άρχισε και η μεγάλη φιλανθρωπική δράση του.
Απέκτησε, έχει πει, «με πολλή δουλειά και μόχθο 35 πλοία, τα άφησα στα παιδιά μου, αφού τους εξασφάλισα από ένα σπίτι. Τα υπόλοιπα τα δικά μου τι να τα κάνω; Από τους γονείς μου έμαθα δυο πράγματα. Να ντρέπομαι, άρα να φροντίζω να μην το κάνω με τις πράξεις μου και έμαθα επίσης πως τίποτα δεν είναι δικό μας, τίποτα δεν παίρνουμε μαζί μας. Έτσι άφησα όλη μου την περιουσία στις άγιες Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας μου για να τις εξασφαλίζουν το πολυτιμότερο ανθρώπινο αγαθό, την ελευθερία». Ο εφοπλιστής Ιάκωβος Τσούνης ήταν ειδικός σύμβουλος επί θεμάτων ναυτιλίας αμισθί του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας. Η επιτυχημένη πορεία του ως ειδικού συμβούλου τον κατέστησε αργότερα διακεκριμένο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας. Έχει διατελέσει πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών του Ελληνισμού στη Βρετανία, αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ενημέρωσης Εθνικών Θεμάτων και Δικαίων, αντιπρόεδρος της Αθηναϊκής Λέσχης και συνιδρυτής ιδρυμάτων και ιατρικών εταιριών. Είναι δημιουργός του Μουσείου «Ιάκωβος Τσούνης», το οποίο δώρισε στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας και εδρεύει σήμερα στο Αίγιο.
Στο μουσείο αποθησαυρίζεται η πλούσια συλλογή του με αντικείμενα από τον 17ο αιώνα, ιδιαίτερης εθνικής και εκκλησιαστικής σημασίας. Εχοντας από τον καιρό του πολέμου σεβασμό και αγάπη προς τις Ενοπλες Δυνάμεις και τον ρόλο που διαδραματίζουν στην ασφάλεια της Ελλάδας, υπήρξε από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα δίπλα τους, με δωρεές και προσφορές, όπου υπήρχε ανάγκη. Για την προσφορά του έχει τιμηθεί με πολυάριθμες διακρίσεις και τίτλους. Ενδεικτικά αναφέρονται: Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων Γ’ Τάξεως, Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως, Χρυσός Λέων Γενικού Αρχηγείου του ΝΑΤΟ, Αστέρας Αξίας και Τιμής Υπουργείου Εθνικής Αμυνας, Βαθμός υποστρατήγου επί τιμή, επίτιμος πρόεδρος 401 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών, Μέγας Αρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πρεσβυγενών Πατριαρχείων.