Το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό, εκτός από όσα πλήρωσε, καλείται να καταβάλει και επιπλέον 7% επί των εισοδημάτων του από το 1999!
Από τη Μαρία Παναγιώτου
Ακόμα μία κίνηση αποδυνάμωσης και διάλυσης των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων επιχειρεί η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, μέσω μιας παράνομης απόφασης με την οποία προσπαθεί να υφαρπάξει τις περιουσίες των πανεπιστημιακών καθηγητών και λεκτόρων, οι οποίοι έκαναν, όπως φαίνεται, το μέγα λάθος κατά την υπουργό να εργαστούν τα τελευταία χρόνια στα ανώτατα ιδρύματα της χώρας μας. Μια κίνηση που έλαβε χώρα μακριά από τα φώτα του δημόσιου διαλόγου έχει προκαλέσει απορία και οργή στην πανεπιστημιακή κοινότητα, και αναμένεται να ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεων το επόμενο διάστημα.
Η κυρία Κεραμέως, λοιπόν, προκειμένου να αποθαρρύνει μερικά από τα πιο λαμπρά μυαλά του τόπου μας από το να επενδύουν τον χρόνο και την εμπειρία τους στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση και να τους ενθαρρύνει -ίσως- να στραφούν προς τα ιδιωτικά κολέγια, τα οποία είναι αποδεδειγμένα περισσότερο της προτίμησής της, αποφάσισε να ενεργοποιήσει με Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ), η οποία υπογράφεται και από το υπουργείο Οικονομικών, διάταξη προσδίδοντάς της παρανόμως αναδρομική ισχύ. Με την απόφαση αυτή, το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό των πανεπιστημίων, εκτός από τη φορολογία που πλήρωσε τα τελευταία 20(!) χρόνια, καλείται τώρα να πληρώσει ένα επιπλέον 7% επί των ετήσιων καθαρών εισοδημάτων που είχε από όλες τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, μαζί με όλους τους τόκους και τις προσαυξήσεις που αντιστοιχούν σε αυτό το διάστημα φυσικά.
Στην ΚΥΑ ορίζεται, συγκεκριμένα, πως υποχρέωση γι’ αυτή την όχι απλά παράλογη, αλλά παράνομη καταβολή έχουν «οι καθηγητές και υπηρετούντες λέκτορες πλήρους απασχόλησης των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), οι οποίοι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα κατά την περ. Θ’ της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν.4009/2011» και «υποχρεούνται να αποδίδουν ετησίως προς τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ) του οικείου ΑΕΙ ποσοστό ύψους 7%, και μάλιστα επί των ετήσιων καθαρών εισοδημάτων τους που προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας ατομικώς ή μέσω εταιρίας». Την υποχρέωση αυτή, όμως, την έχουν όχι από δω και πέρα ή, έστω, μέχρι πέντε χρόνια πίσω, όπως είναι το εύλογο και αναλογικό διάστημα, μετά το πέρας του οποίου οι φορολογικές οφειλές και τα λοιπά δημόσια βάρη παραγράφονται, αλλά από σήμερα και μέχρι το 1999!
Οπότε καταλαβαίνει κανείς πως μιλάμε για συνολικά ποσά, που μοιάζουν σε κάθε εποχή εξωφρενικά. Πολλώ δε μάλλον αυτή την περίοδο, που, εξαιτίας της πανδημίας, πολλοί επιστήμονες έχουν παύσει μερικώς ή ολικώς τη δραστηριότητά τους.
Μάλιστα, υπόχρεοι για όλα τα παραπάνω είναι και οι καθηγητές ή υπηρετούντες λέκτορες των ΑΕΙ που έχoυν αφυπηρετήσει ή η σχέση τους με το πανεπιστήμιο έχει λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Παράλληλα, η ΚΥΑ δίνει τη δυνατότητα υποβολής απόψεων, για το έτος 2019 και μετά, η οποία όμως, όπως σαφώς ορίζεται, δεν συνιστά ένσταση. Και, καθώς είναι πιθανόν να μιλάμε ακόμη και για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ανά καθηγητή, μοιάζει τουλάχιστον ειρωνική η διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στην κανονιστική, πως υπάρχει η δυνατότητα εφάπαξ εξόφλησης του ποσού ή ρύθμισης, που δεν μπορεί όμως να υπερβαίνει τις 12 δόσεις.
Η ΚΥΑ, η οποία δημοσιεύτηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2020 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζει συγκεκριμένα τις οφειλές ανά δραστηριότητα για όλες τις χρονολογικές περιόδους. Για το διάστημα, για παράδειγμα, από 1/1/1999 έως 31/12/2017 διευκρινίζει πως οι οφειλές που δεν έχουν εξοφληθεί αφορούν εισοδήματα «που προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας ατομικώς».
Ενώ οι οφειλές που έχουν γεννηθεί τα έτη 2016 και 2017 «υπολογίζονται σε ποσοστό 7% επί του ετήσιου εισοδήματος που προέρχεται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω εταιρίας (μερίσματα, διανομή κερδών, κ.λπ.)». Ως επιχειρηματική δραστηριότητα, δε, προσδιορίζεται, σύμφωνα με την περ. Θ’ της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 4009/2011, που προαναφέραμε, η ατομική επιχείρηση για την οποία είναι απαραίτητη η τήρηση βιβλίων, όπως αυτή δηλαδή που διατηρούν όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες (π.χ., γιατροί, δικηγόροι, πολιτικοί μηχανικοί). Επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρούνται ακόμη οι σχετικές με το γνωστικό του αντικείμενο υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένας επιστήμονας σε εταιρίες παροχής ιατρικών υπηρεσιών, για παράδειγμα, δικηγορικές εταιρίες, εταιρίες μελετών και τεχνικών έργων κ.λπ.
Αυτό, επίσης, πρακτικά σημαίνει πως όσοι καθηγητές και λέκτορες υπήρξαν φορολογικά έντιμοι προς το κράτος, δήλωσαν τα εισοδήματά τους και φορολογήθηκαν γι’ αυτά, δηλαδή πιθανότατα εκείνοι που δεν έχουν και τόσο… λαμπερές μαρκίζες, θα πληρώσουν τελικά μεγαλύτερο χαράτσι για όλα αυτά τα 20 χρόνια σε σχέση με κάποιους που μπορεί να απέκρυπταν εισοδήματα. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα…
Παραβιάζει κάθε έννοια κράτους δικαίου η ΚΥΑ
Πρώτα απ’ όλα, η ΚΥΑ καθορίζει μια διαδικασία για την είσπραξη απαιτήσεων από το έτος 1999 με βάση έναν νόμο του 2011, δηλαδή νόμο μεταγενέστερο. Είναι πρωτοφανές να βρίσκεται κάποιος να χρωστά λεφτά προηγούμενων δεκαετιών, επειδή το κράτος αποφάσισε να νομοθετήσει κάτι τέτοιο σήμερα. Στις σχετικές μάλιστα διατάξεις του ν. 4009/2011 δεν αναφέρεται το έτος 1999, αλλά γίνεται λόγος γενικά για οφειλές οι οποίες γεννήθηκαν έως τις 31/12/2017, προφανώς όμως με χρονικό σημείο εκκίνησης την ημέρα ψήφισής του.
Είναι βέβαια πιθανό οι εμπνευστές της κανονιστικής να θεώρησαν πως μπορούν να νομιμοποιήσουν μια τέτοια ενέργεια, επειδή σε μια σειρά διατάξεων σε νόμους που ακολούθησαν, όπως ο ν. 4415/2016, υπάρχει για πρώτη φορά πρόβλεψη εικοσαετούς παραγραφής. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η πρόβλεψη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ. Εκτός αυτού, η εικοσαετής παραγραφή, έτσι κι αλλιώς, προσκρούει στους συνταγματικούς κανόνες που περιορίζουν τον νομοθέτη στη ρύθμιση αυτών των ζητημάτων προκειμένου η σχετική χρονική διάρκεια να είναι εύλογη, αλλά και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Ας μην ξεχνάμε πως η προβλεπόμενη παραγραφή για φόρους και λοιπά δημόσια βάρη ήταν ακόμη και για το 1999 πενταετής και παραμένει πενταετής.
Αλλά, ακόμη κι αν έλεγε κανείς πως κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύσει, και πάλι όλα τα χρόνια δεν προκύπτουν. Από το 1999, που ορίζεται στην ΚΥΑ ως το έτος όπου αρχίζει να μετρά η… ταρίφα, μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο, οπότε ενημερώθηκαν οι υπόχρεοι για τις οφειλές τους, έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια. Η λίστα των υπόχρεων είναι φυσικά μακρά, καθώς μιλάμε για χιλιάδες επιστήμονες που διδάσκουν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Για παράδειγμα, 516 από την Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, 331 από την Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ, 95 από τη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, 90 από το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, 60 από τη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ, 72 από τη Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών & Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ και πάει λέγοντας. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να παρακαμφθεί από την κυρία Κεραμέως το Σύνταγμα, που ορίζει πως η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν τα ιδρύματα αυτά, αλλά δεν θα υπάρχει κανείς να διδάξει σε αυτά.