Με φωτογραφικό διαγωνισμό έδωσαν σε εταιρία μεγαλομετόχου της Siemens με ετήσιο τζίρο 1.326.187€ παραγγελία 10.000.000 €
Χορός αδιαφανών κρατικών διαγωνισμών, που μπορεί να ζημιώνουν το Ελληνικό Δημόσιο με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, φαίνεται πως έχει στηθεί με σταθερή δικαιολογία τις κατεπείγουσες ανάγκες που έχει δημιουργήσει η διαχείριση του κορονοϊού, μία από τις οποίες είναι και η προμήθεια βιοτεχνολογικών προϊόντων, όπως τα -γνωστά σε όλους μας πλέον- rapid tests.
Νέο τρανταχτό παράδειγμα κακοδιαχείρισης πολύτιμων κρατικών πόρων, με προφανή στόχο το υπερκέρδος συγκεκριμένων μόνο επιχειρήσεων, αποτελεί ένας ακόμη διαγωνισμός με ύποπτους όρους και προθεσμίες, που προκηρύχθηκε μέσα από τη σελίδα του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Ερευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ Α.Ε.) προκειμένου το Δημόσιο να προμηθευτεί 2.000.000 rapid tests και ο οποίος -κατά την πάγια τακτική το τελευταίο διάστημα- δεν αναρτήθηκε στη Δι@υγεια.
Το έργο, ύψους 10.000.000 ευρώ, δόθηκε τελικά στην εταιρία FOR HEALTH Α.Ε., η οποία έχει ετήσιο κύκλο εργασιών μόλις 1.326.187,08 ευρώ(!), είχε ως βασικό αντικείμενο πριν από την πανδημία τις υπηρεσίες νοσηλείας κατ’ οίκον μέσω ενός δικτύου επαγγελματιών Υγείας και όχι την προμήθεια βιοτεχνολογικού υλικού, και της οποίας επικεφαλής είναι, συμπτωματικά, πρώην στέλεχος της Siemens (!). Αλλά δεν είναι αυτό το μόνο γεγονός που γεννά ερωτήματα για τον συγκεκριμένο διαγωνισμό, αλλά μια σειρά γεγονότων, τα οποία μάλιστα έχουν διατυπωθεί και κατατεθεί μέσω επιστολής και προς τον υπουργό Υγείας Βασίλη Κικίλια από τον ίδιο τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Ιατρικών & Βιοτεχνολογικών Προϊόντων (ΣΕΙΒ), ήδη από τις 13 Νοεμβρίου.
Στις 4 Νοεμβρίου, λοιπόν, ο ΙΦΕΤ ανάρτησε στο σάιτ του την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος «για την επείγουσα προμήθεια έως και 2.000.000 rapid tests […] με κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά μόνο βάσει τιμής (!)».
Η πρόσκληση προσδιόριζε ως καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης των προσφορών την 9η Νοεμβρίου (δινόταν δηλαδή περιθώριο μόλις τεσσάρων εργάσιμων ημερών, δεδομένου πως μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο), ενώ και ο χρόνος παράδοσης των τεστ μετά την υπογραφή της σύμβασης προσδιοριζόταν στο ελάχιστο διάστημα των τριών ημερών.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγηθεί κανείς με άνεση στην υπόθεση ότι μπορούσαν να καταθέσουν προσφορά μόνο όσοι είχαν προμηθευτεί ήδη τα τεστ, τα είχαν στις αποθήκες τους, είχαν έτοιμα και τα περισσότερα δικαιολογητικά που απαιτούνταν, και περίμεναν πότε θα ανέβει στο διαδίκτυο η προκήρυξη… για να τα καταθέσουν.
Επίσης, δεν μπορεί κανείς να παρακάμψει το γεγονός πως, μέσω της διαδικτυακής σελίδας του ΙΦΕΤ, η προκήρυξη είχε ελάχιστη δημοσιότητα, επομένως μπορούσαν να την πάρουν… μυρωδιά μόνο όσοι είχαν κάποιου είδους… μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης εντός του συγκεκριμένου συστήματος.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ο ΣΕΙΒ στην επιστολή του: «Η συγκεκριμένη διαδικασία, με την ανεπαρκή δημοσιότητα που την περιβάλλει, αφού γίνεται με απλή μόνο ανάρτηση της πρόσκλησης και τις ιδιαίτερα ασφυκτικές προθεσμίες που τάσσονται με τις προφανείς συνέπειες για την ουσιαστική προετοιμασία των ενδιαφερομένων […]. Ανάλογες προμήθειες κατ’ αυτόν τον τρόπο πραγματοποιήθηκαν από τον ΙΦΕΤ τον περασμένο Ιούνιο, για την προμήθεια αυτόματων μοριακών μηχανημάτων PRC και αντιδραστηρίων παραδοτέων σε 5 ημέρες σε 13 νησιά, όπως επίσης και τον Σεπτέμβριο για την προμήθεια 800.000 rapid tests για αντιγόνο, τα οποία τώρα επαυξήθηκαν σε 2.000.000».
Ενώ, λίγο παρακάτω, σημειώνει πως δεν δικαιολογείται η «επανειλημμένη θέσπιση τόσο σύντομων προθεσμιών», από τη στιγμή που η πανδημία έχει ενσκήψει από τις αρχές του έτους, άρα μπορούσε να υπάρξει λελογισμένος προγραμματισμός «ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν περισσότερες της μίας επιχειρήσεις και να μην περιορίζονται, όπως τώρα συμβαίνει, σε μια τυπική, άνευ αποτελέσματος απόπειρα συμμετοχής». Εν ολίγοις, ακόμη και ο ΣΕΙΒ αναφέρει ευθέως πως ο διαγωνισμός που πραγματοποιήθηκε ήταν καθαρά «φωτογραφικός», ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί μία και μόνο μία εταιρία.
Διευθύνων σύμβουλος της FOR HEALTH Α.Ε. είναι ο Στράτος Γρημανέλης, του οποίου το βιογραφικό έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Τον Ιανουάριο του 2008, για παράδειγμα, ο κ. Γρημανέλης ανέλαβε επικεφαλής του τμήματος μάρκετινγκ στη Siemens Health Diagnostics AEBBE, που αποτελεί θυγατρική της -«αμαρτωλής» για τις μίζες που σκόρπιζε- Siemens.
Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί πως στη συμφωνία συμβιβασμού που υπέγραψε το Ελληνικό Δημόσιο με την εταιρία Siemens, προκειμένου να αποζημιωθεί για την τεράστια ζημιά που προκάλεσαν στα κρατικά ταμεία οι παράνομες δραστηριότητες της γερμανικής εταιρίας στη χώρα μας, υπάρχει ρητή αναφορά ότι η συμφωνία αφορά και τη συγκεκριμένη θυγατρική. Ο κ. Γρημανέλης φαίνεται πως δεν ήταν ένα τυχαίο στέλεχος για τη Siemens Health Diagnostics AEBBE, εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι σύντομα βρέθηκε ακόμη και στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, ως μέλος, και παρέμενε σε αυτό τουλάχιστον έως το 2012 (όπως προκύπτει από στοιχεία του ΓΕΜΗ που δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως), έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε η εταιρία FOR HEALTH Α.Ε και ο ίδιος ανέλαβε αμέσως τα ηνία της.
Εκείνο που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα, λοιπόν, είναι ότι ο κ. Γρημανέλης τα τέσσερα χρόνια που παρέμεινε σε μια τόσο σημαντική θέση γνώρισε λογικά πολύ σημαντικούς ανθρώπους στον τομέα των προμηθειών διαγνωστικών μέσων.
Τα εκατομμύρια rapid tests, τα οποία προμήθευσε η εταιρία του κ. Γρημανέλη στο Ελληνικό Δημόσιο, είναι τα Abbott Pandio της εταιρίας Abbott, η οποία όμως διατηρεί θυγατρική εταιρία και στη χώρα μας.
Πηγές σχετικές με το θέμα σχολίαζαν στη «δημοκρατία» πως η εταιρία Abbott, για παράδειγμα, θα μπορούσε να είχε δώσει καλύτερη τιμή από τα 5 ευρώ ανά τεστ, τα οποία πλήρωσε τελικά το Ελληνικό Δημόσιο, επιλέγοντας έναν μεσάζοντα που είναι βέβαιο πως κοστολόγησε ακριβότερα το τεμάχιο, προκειμένου να εξασφαλίσει κάποιο ικανοποιητικό κέρδος για τον εαυτό του. Εξάλλου, μέλη του ΣΕΙΒ, που έστειλε την επιστολή στο υπουργείο Υγείας, είναι τόσο η Abbot όσο και η Roche Direct, η οποία επίσης διαθέτει αντίστοιχο τεστ. Είναι βέβαιο, λοιπόν, ότι και ενδιαφέρον για τον διαγωνισμό υπήρχε και η τιμή θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά μέσω του ανταγωνισμού.
Οι ίδιες πηγές σχολίαζαν επίσης πως όσοι ασχολούνται με τις κρατικές προμήθειες υποστηρίζουν ότι παραβιάστηκε κάθε κανόνας αναλογικότητας, καθώς σπανίζουν οι περιπτώσεις που εταιρία με τόσο χαμηλό ετήσιο τζίρο αναλαμβάνει σύμβαση πολλών εκατομμυρίων. Και η εικόνα χάους στη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση, αλλά και η κερδοσκοπική εκμετάλλευσή της στις πλάτες του ελληνικού λαού συνεχίζονται…
Για στατιστική ανωμαλία κάνει λόγο ο Μανώλης Δερμιτζάκης
Σε στατιστική ανωμαλία και προβλήματα στην καταγραφή των κρουσμάτων αναφέρθηκε ο καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή της Γενεύης Μανώλης Δερμιτζάκης, που μίλησε σε τηλεοπτικό σταθμό, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά το δημοσίευμα της «δημοκρατίας» για χάος στη διαδικασία καταγραφής των νέων μολύνσεων.
Ο καθηγητής εξήγησε ότι τα κρούσματα ανέβηκαν τόσο πολύ, καθώς ενδέχεται να είναι αποτελέσματα από τα τεστ που έγιναν τις προηγούμενες δύο τρεις ημέρες και καταγράφηκαν όλα μαζί. «Όταν είδα τα χθεσινά νούμερα που ανακοίνωσε ο ΕΟΔΥ, με εξέπληξαν, γιατί δεν περίμενα ότι θα πάμε στα 2.200 κρούσματα. Υπήρχε μια καθοδική πορεία. Έχω μια ελπίδα, επειδή έγιναν πολύ λίγα τεστ τη Δευτέρα και όταν κάνεις λίγα τεστ έχουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό θετικότητας, όταν αφήσεις πολλούς που δεν τους έχεις τεστάρει και τους μεταφέρεις την επόμενη μέρα μπορεί προσωρινά να αυξηθεί ο αριθμός, γιατί έρχεται ένα επιβαρυμένο τμήμα του πληθυσμού. Είναι μια στατιστική ανωμαλία. Τη Δευτέρα έγιναν 7.000 τεστ, ενώ χθες 30.000!» επισήμανε και συμπλήρωσε ότι η καταγραφή των κρουσμάτων θα πρέπει να γίνεται την ημέρα της δειγματοληψίας.
Ο κ. Δερμιτζάκης προειδοποίησε ότι με τα κρούσματα στο επίπεδο των 2.000 είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε άνοιγμα της αγοράς για τα Χριστούγεννα. Μιλώντας το πρωί της Τετάρτης στον Σκάι, ο καθηγητής ξεκαθάρισε ότι αν τις επόμενες μέρες η πορεία των κρουσμάτων είναι ανοδική, αυτό θα είναι ανησυχητικό. «Αν παραμείνουμε σταθερά στα 2.000 κρούσματα, δεν γίνεται να μιλάμε για άνοιγμα της αγοράς στις γιορτές. Αν είναι 1.500 τα κρούσματα, είναι διαφορετικό, γιατί σημαίνει ότι ακολουθεί την πορεία μείωσης, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει. Εάν ξαναδούμε σήμερα έναν αντίστοιχο αριθμό κρουσμάτων, σημαίνει ότι δεν λειτουργεί το lockdown» τόνισε ο κ Δερμιτζάκης και πρόσθεσε: «Αν δούμε πάλι πάνω από 2.000, θα ανησυχήσω περισσότερο».