Το νέο πλαίσιο για τις πορείες στο κέντρο. Πότε και πώς θα απαγορεύονται
Έλεγχο στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, που φέρει τον τίτλο ««Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις», που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και θα συζητηθεί τις επόμενες ημέρες στις αρμόδιες Επιτροπές, με την αντιπολίτευση, πάντως, να μιλάει για «απαγόρευση».
Με το επιχείρημα ότι το κέντρο της Αθήνας παραλύει τακτικά από διαδηλώσεις, οι οδηγοί των αυτοκινήτων ταλαιπωρούνται συστηματικά και υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις στην εμπορική κίνηση των καταστημάτων, η κυβέρνηση θέτει περιορισμούς. Για την ταλαιπωρία των οδηγών, ωστόσο, και την παράλυση του κέντρου από τον «Μεγάλο Περίπατο» του δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη η κυβέρνηση δεν έχει δείξει αντίστοιχη ζέση.
Βάσει του νομοσχεδίου, θα ορίζεται οργανωτής από την πλευρά των διαδηλωτών που θα οφείλει να γνωστοποιήσει στην αρμόδια αστυνομική ή λιμενική Αρχή την πρόθεσή του για κάλεσμα σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Από την πλευρά των Αρχών θα ορίζεται αξιωματικός της Αστυνομίας ή του Λιμενικού ως «διαμεσολαβητής» και θα αποτελεί τον σύνδεσμο με τον οργανωτή της συνάθροισης.
Προβλέπει, επίσης, πως θα επιτρέπεται αυθόρμητη, δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί, αν δεν θα διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες Αρχές θα καλούν τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ μπορούν να επιβάλουν περιορισμούς. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους περιορισμούς, καθώς και αν δεν οριστεί οργανωτής, θα είναι δυνατή η διάλυση της συνάθροισης. Για κάθε συγκέντρωση ή διαδήλωση οι πολίτες θα ενημερώνονται από ειδική ιστοσελίδα.
Σε μια επικείμενη συνάθροιση θα μπορούν να μπουν περιορισμοί, αν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει δυσανάλογα την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής, προκαλώντας προβλήματα στις ειδικές κυκλοφοριακές και άλλες ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, και να απαγορεύεται αν επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, λόγω ιδιαιτέρως πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας, και απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή. Μια πορεία που είναι σε εξέλιξη θα μπορεί επίσης να διαλύεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες όπως πραγματοποιείται, παρά την έκδοση απόφασης απαγόρευσης, όταν οι συμμετέχοντες δεν ακολουθούν τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν και όταν πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα.
Το νομοσχέδιο καυτηρίασε ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον αρμόδιο τομεάρχη Γιάννη Ραγκούση να λέει: «Στην Ελλάδα τελευταία φορά που υπήρξε νόμος για τις συγκεντρώσεις και τις πορείες ήταν επί χούντας, το 1971. Ένας νόμος που παρέμεινε νεκρός σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, αλλά αναβιώνει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη – Χρυσοχοΐδη». Έλεγχο στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, που φέρει τον τίτλο ««Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις», που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και θα συζητηθεί τις επόμενες ημέρες στις αρμόδιες Επιτροπές, με την αντιπολίτευση, πάντως, να μιλάει για «απαγόρευση».
Με το επιχείρημα ότι το κέντρο της Αθήνας παραλύει τακτικά από διαδηλώσεις, οι οδηγοί των αυτοκινήτων ταλαιπωρούνται συστηματικά και υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις στην εμπορική κίνηση των καταστημάτων, η κυβέρνηση θέτει περιορισμούς. Για την ταλαιπωρία των οδηγών, ωστόσο, και την παράλυση του κέντρου από τον «Μεγάλο Περίπατο» του δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη η κυβέρνηση δεν έχει δείξει αντίστοιχη ζέση. Βάσει του νομοσχεδίου, θα ορίζεται οργανωτής από την πλευρά των διαδηλωτών που θα οφείλει να γνωστοποιήσει στην αρμόδια αστυνομική ή λιμενική Αρχή την πρόθεσή του για κάλεσμα σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Από την πλευρά των Αρχών θα ορίζεται αξιωματικός της Αστυνομίας ή του Λιμενικού ως «διαμεσολαβητής» και θα αποτελεί τον σύνδεσμο με τον οργανωτή της συνάθροισης.
Προβλέπει, επίσης, πως θα επιτρέπεται αυθόρμητη, δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί, αν δεν θα διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες Αρχές θα καλούν τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ μπορούν να επιβάλουν περιορισμούς. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους περιορισμούς, καθώς και αν δεν οριστεί οργανωτής, θα είναι δυνατή η διάλυση της συνάθροισης. Για κάθε συγκέντρωση ή διαδήλωση οι πολίτες θα ενημερώνονται από ειδική ιστοσελίδα.
Σε μια επικείμενη συνάθροιση θα μπορούν να μπουν περιορισμοί, αν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει δυσανάλογα την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής, προκαλώντας προβλήματα στις ειδικές κυκλοφοριακές και άλλες ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, και να απαγορεύεται αν επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, λόγω ιδιαιτέρως πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας, και απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή. Μια πορεία που είναι σε εξέλιξη θα μπορεί επίσης να διαλύεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες όπως πραγματοποιείται, παρά την έκδοση απόφασης απαγόρευσης, όταν οι συμμετέχοντες δεν ακολουθούν τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν και όταν πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα.
Το νομοσχέδιο καυτηρίασε ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον αρμόδιο τομεάρχη Γιάννη Ραγκούση να λέει: «Στην Ελλάδα τελευταία φορά που υπήρξε νόμος για τις συγκεντρώσεις και τις πορείες ήταν επί χούντας, το 1971. Ένας νόμος που παρέμεινε νεκρός σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, αλλά αναβιώνει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη – Χρυσοχοΐδη».