Ο ρόλος Ελλήνων και Ελβετών τραπεζιτών και οι διαδρομές ξεπλύματος του «μαύρου» χρήματος
Βάσει της έκθεσης, οι «13», που δρούσαν προς όφελος των ιδίων και της HSBC, και (συνοπτικά) η δράση τους, παρουσιάζονται ως εξής:
1. Σάμπυ Μιωνής: η επαγγελματική του δραστηριοποίηση εμφανιζόταν να ασκείται στο εξωτερικό, μέσω συνδεόμενων με τον ίδιο εταιριών. Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι εταιρίες δραστηριοποιούνταν κυρίως στην Ελλάδα, λειτουργώντας ουσιαστικά εις όφελος και της HSBC και μερικές φορές σε συνεργασία με κάποια από τα στελέχη των συνδεόμενων με αυτήν ελληνικών και αλλοδαπών εταιριών. Ο κωδικός πελάτη-συναλλασσόμενου του Σ. Μιωνή στην HSBC ήταν ο 5090142709 και από τις 27 Νοεμβρίου 1997 και έπειτα συνδέθηκε, ιδιοκτησιακά και διοικητικά, με τουλάχιστον 9 εταιρίες και τουλάχιστον άλλες 18 «οντότητες» (νομικά και φυσικά πρόσωπα) που διακινούσαν χρήματα μέσω της HSBC.
Σημαντικά είναι τα παράλληλα ευρήματα της έκθεσης της ΕΛ.ΑΣ. αφενός ως προς τους λογαριασμούς τρίτων που διαχειριζόταν ο Σ. Μιωνής και αφετέρου ως προς τους τρίτους που διαχειρίζονταν δικούς του λογαριασμούς. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα στελέχη της HSBC Τιερί Βάις, Μόνικα Εσπινόζα – Πατρίτσιο, Γ. Καλέας και Κων. Λαναράς. Σε κατάθεσή του στην Επιτροπή της Βουλής για τη «λίστα Λαγκάρντ», τον Ιούνιο του 2013, ο ίδιος ο Σ. Μιωνής είχε αναφέρει πως η CAPLAND είναι μια ελβετική εταιρία διαχείρισης περιουσίας, «που ανήκει σε κάποιον κύριο που λέγεται Κωνσταντίνος Λαναράς, ο οποίος ήταν στέλεχος της τράπεζας HSBC και αργότερα έκανε αυτή την εταιρία CAPLAND».
Είχε προσθέσει ότι «ο Λαναράς ήταν το στέλεχος το οποίο μας εξυπηρετούσε στην HSBC και, φεύγοντας από εκεί και κάνοντας τη δική του εταιρία, διατήρησε ουσιαστικά το πελατολόγιό του. Οπότε ουσιαστικά, επειδή τους λογαριασμούς τους είχαμε στην HSBC και άντε τώρα εγώ να κάνω σχέσεις με τον καινούργιο banker που θα είναι στην HSBC, το πιο εύκολο από όλα ήταν να του πω “έλα εδώ, Κωνσταντίνε, που έφτιαξες την CAPLAND, εγώ θα μιλάω με σένα όπως μιλούσα και πριν και θα μιλάς εσύ με την τράπεζα”. Για να έχει το μάτι του και κάποιος άλλος, γιατί εγώ ήμουν πολυάσχολος».
Ωστόσο, όπως και στην πρόσφατη κατάθεσή του στη Βουλή, ο κ. Μιωνής είχε ψευδορκήσει στην κατάθεση του 2013. Γιατί σκόπιμα απέκρυψε πως ο κ. Λαναράς ήταν εργαζόμενος, μέλος του Δ.Σ. και με δικαίωμα υπογραφής και στην εταιρία του ιδίου του κ. Μιωνή, τη CMA Γενεύης. Δεν ήταν ένας απλός εξωτερικός συνεργάτης «με τη δική του CAPLAND»!
2. Άγγελος Μεταξάς: συνεταίρος των Σ. Μιωνή και Στ. Παπασταύρου στον όμιλο CMA. Και στη δική του περίπτωση καταγράφεται ότι κάποιες από τις συνδεόμενες, με τον ίδιο, εταιρίες λειτουργούσαν πρακτικά εις όφελος και της HSBC.
Ο κωδικός του στην HSBC ήταν ο 5090147794. Με ημερομηνία έναρξης τη 16η Ιουνίου 2000, ο Αγγ. Μεταξάς εμφανίζεται με ιδιοκτησιακή ή διοικητική σχέση με 10 εταιρίες και συναλλάσσεται με άλλες 14. Μεταξύ των εμπλεκόμενων τραπεζιτών είναι τα πρόσωπα που συνεργάζονται και με τον Σ. Μιωνή, δηλαδή οι Τιερί Βάις, Μόνικα Εσπινόζα – Πατρίτσιο, Γ. Καλέας, Κων. Λαναράς, καθώς και ο Κων. Βελουδάκης.
3. Σταύρος Παπασταύρου: συνεταίρος των δύο προηγουμένων στη CMA (σ.σ.: γνωστός και για τη διοίκηση, μέσα από το Μαξίμου επί Σαμαρά, τριών offshore στον Παναμά). Ακολουθώντας την ίδια πρακτική με τους Σ. Μιωνή και Αγγ. Μεταξά, οι συνδέσεις του με διάφορες εταιρίες λειτουργούσαν, πρακτικά, υπέρ της HSBC. Ο κωδικός πελάτη-συναλλασσόμενου στην HSBC ήταν ο 5090159885. Αναφέρεται σε δύο εταιρίες και άλλες δύο οντότητες, και ιδιαίτερης σημασίας είναι η συνεργασία του με τους Κων. Λαναρά, Τιερί Βάις, Μόνικα Εσπινόζα – Πατρίτσιο και την CAPLAND. Διαχειριστές, επίσης, μίας οντότητας συνδεόμενης με τον Στ. Παπασταύρου ήταν τα στελέχη της HSBC Εύα Κολοκοτρώνη και Φαμπιόλα Μπαρόζο. H διερεύνηση των τραπεζικών γνωριμιών του κ. Παπασταύρου, όπως και του Σ. Μιωνή, θα αποδειχθεί σύντομα κορυφαίας πολιτικής σημασίας.
Τα τελευταία χρόνια είχε δοθεί δημοσιότητα και είχε διερευνηθεί δικαστικά και από την Επιτροπή της Βουλής του 2013 η σχέση του κ. Παπασταύρου με την εταιρία STABRI που έδρευε στην Τορτόλα των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Τα ηλεκτρονικά αρχεία δείχνουν ότι στις 7 Ιουλίου 2005 η STABRI διέθετε στον λογαριασμό της HSBC, με αριθμό 11725341, ποσό 4.324.391 δολαρίων και, την ίδια μέρα, στον λογαριασμό 11725350 ποσό 1.528.221,70 ευρώ. Στις 17 Απριλίου 2007, στον λογαριασμό 11725350 υπήρξε εισροή 1.353.250 ευρώ με αιτιολογία «με εντολή ενός πελάτη», χωρίς άλλες διευκρινίσεις. Από τις 26 Φεβρουαρίου 2007 ως τις 3 Οκτωβρίου 2007 στους λογαριασμούς της STABRI έγιναν εισροές 1.393.323 ευρώ και ενός μικρού ποσού δολαρίων.
4. Σπύρος Μεταξάς: ένας παλαιός Ελληνας τραπεζικός στην Ελβετία, τον οποίο συμβουλεύτηκε η «δ» για το παρόν άρθρο, σχολίασε «σιγά, μην έλειπε ο Μάρτης από τη Σαρακοστή». Ο Σπ. Μεταξάς είναι γνωστός στο τραπεζικό σύστημα και στην ελληνική Δικαιοσύνη και καταδικασμένος για τα εξοπλιστικά σκάνδαλα, και φέρεται ότι εξυπηρετούσε διάφορους πελάτες στην Ελλάδα με τη μέθοδο της ανταλλαγής. Δηλαδή, μετέφερε μετρητά σε κάποιον πελάτη, τα οποία είχε πάρει από άλλον, χωρίς απαραίτητα να ξέρει ο ένας τον άλλον και έχοντας δημιουργήσει «κουμπαρά» μετρητών. Παρόμοιους «συμψηφισμούς» έκανε και με ηλεκτρονικές συναλλαγές, μέσω της HSBC και άλλων τραπεζών, με offshore εταιρίες, χωρίς να είναι γνωστές οι διαδρομές του χρήματος στους πελάτες.
Ο Σπ. Μεταξάς ήταν επαγγελματικά δραστήριος στο εξωτερικό και κάποιες εκ των εταιριών του λειτουργούσαν, εμμέσως, υπέρ της HSBC. Στη συγκεκριμένη τράπεζα είχε δύο κωδικούς πελάτη-συναλλασσόμενου, τους 5090132266 και 5090148441, ενώ συνδέθηκε -ιδιοκτησιακά και διοικητικά- με 23 εταιρίες και «οντότητες» πελατών. Είχε, μεταξύ άλλων, συναλλαγές με τους τραπεζικούς Τιερί Βάις, Μόνικα Εσπινόζα – Πατρίτσιο, Εύα Κολοκοτρώνη και Φαμπιόλα Μπαρόζο (δηλαδή, τους ίδιους με τους οποίους σχετιζόταν ο Στ. Παπασταύρου), και -γενικότερα- και με τους τρεις γνωστούς συνεταίρους (Μιωνής, Μεταξάς, Παπασταύρου) και τον Κων. Λαναρά.
5. Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου: χρηματοοικονομικός αναλυτής με δραστηριότητα στο εξωτερικό που, μέσω της CAPLAND με την οποία συνεργαζόταν, κρίνεται πως λειτουργούσε προς όφελος της HSBC. Σύμφωνα με τα ηλεκτρονικά αρχεία που ανέλυσε η ΕΛ.ΑΣ., ο κ. Παπαδημητρίου εμφανίζεται συνδεδεμένος με 21 εταιρίες εκ των οποίων οι 16 ήταν ιδιοκτησίας της CAPLAND και άλλες δύο σχετίζονταν με αυτήν. Και αυτός βρισκόταν σε επαφή με τους πέντε τραπεζίτες που διεκπεραίωναν συναλλαγές και εργασίες του Στ. Παπασταύρου.
6. Κωνσταντίνος Λαναράς: εκτός από την προαναφερθείσα στενή προσωπική σχέση του με τον Σ. Μιωνή και την επαγγελματική σχέση και άσκηση διοίκησης στη CMA Γενεύης, ο κ. Λαναράς συνδέεται με την επίμαχη STABRI του Στ. Παπασταύρου και εμφανίζεται μαζί του και σε άλλη μία εταιρία-«ίδρυμα» που αποκαλύφθηκε από τα Panama Papers, την Aisios Foundation. Κύριο εύρημα της έκθεσης της ΕΛ.ΑΣ. για τον κ. Λαναρά είναι οι συναλλαγές με όλα τα στελέχη της CMA, ο πλήρης έλεγχός του επί των εταιριών, οντοτήτων και λογαριασμών που έχουν σχέση με την CAPLAND, καθώς και οι συναντήσεις του με πελάτες της HSBC, οι οποίοι αναφέρονται στη «λίστα Λαγκάρντ», στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ο χώρος αυτού του άρθρου δεν επαρκεί για την καταγραφή και ανάλυση του πελατολογίου και των συναλλαγών του κ. Λαναρά. Ωστόσο είναι σημαντικό ότι, μαζί με τους τρεις συνεταίρους της CMA, την CAPLAND και άλλα εταιρικά σχήματα, ο κ. Λαναράς είναι εκ των διαχειριστών των λογαριασμών μεγάλης επιχειρηματικής οικογένειας, που μέχρι τώρα το όνομά της δεν είχε ακουστεί στην υπόθεση.
7. Αλέξανδρος Ματαθίας: ασκούσε το επάγγελμα του λογιστή και χρηματοοικονομικού συμβούλου, χωρίς να φαίνεται ότι σχετίζεται εργασιακά με την HSBC, αλλά η ανάλυση των ηλεκτρονικών στοιχείων θεμελιώνει ότι, επί της ουσίας, λειτουργούσε υπέρ αυτής. Οι κωδικοί του στην HSBC ήταν οι 5090158868 και 5090189144, ενώ από τις 11 Νοεμβρίου 2002 συνδέθηκε ιδιοκτησιακά και διοικητικά με πλήθος οντοτήτων. Σχεδόν όλες από αυτές ταυτίζονται με τις αντίστοιχες του Σ. Μιωνή (σ.σ.: άλλωστε ο κ. Ματαθίας είναι ξάδελφος, λογιστής και αντίκλητός του), καθώς και με εκείνες των Αγγ. Μεταξά, Στ. Παπασταύρου και Κων. Λαναρά (CAPLAND). Αντίστοιχη σχέση είχε και με τους τραπεζικούς της HSBC.
8. Μαρία Παντελή: υπενθυμίζεται ότι το όνομά της είχε πάρει ευρεία δημοσιότητα το 2012-13, επειδή ήταν διαχειρίστρια ενός εκ των μεγάλων λογαριασμών αμοιβαίων κεφαλαίων της CMA (550.000.000 ευρώ). Ο κωδικός της στην HSBC ήταν ο 5090154651 και εμφανίζεται να εισέρχεται στο ηλεκτρονικό σύστημα από τις 15 Απριλίου 2003 συνδεόμενη με, κυρίως, έξι εταιρίες του Σ. Μιωνή και των συνεταίρων του. Η έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. αφιερώνει στη δράση της 23 πυκνογραμμένες σελίδες, καθώς χειριζόταν τις περισσότερες συναλλαγές των «μεγάλων και καλών» πελατών και των αμοιβαίων κεφαλαίων. Είχε στενή συνεργασία με τον Κων. Λαναρά, τον Τιερί Βάις και τη Μόνικα Εσπινόζα – Πατρίτσιο.
9. Μάρκος Καμχής: στέλεχος της CMA που η έναρξη εμπλοκής του στην υπόθεση πιστοποιείται ότι αρχίζει στις 14 Ιουνίου 2000 με κωδικούς 5090154652 και 5090150360 στην HSBC. Είχε στενή συνεργασία με τους τρεις συνεταίρους της CMA, τον Αλ. Ματαθία και τη Μ. Παντελή και διέθετε δικαίωμα συνυπογραφής για εκπροσώπηση της εταιρίας έναντι τρίτων. Συνεργαζόταν με τους Κων. Λαναρά, Τιερί Βάις και Μόνικα Εσπινόζα – Πατρίτσιο. Υπενθυμίζεται ότι, όπως αποκάλυψε πρόσφατα η «δ», ο κ. Καμχής συνομιλεί με μέλη της ελληνικής κυβέρνησης για την εξαγορά της ΛΑΡΚΟ μέσω εταιρίας που εδρεύει στις Μπαχάμες με άγνωστους μετόχους και άδεια οικοτεχνίας!
10. Μαρίνα Εφραίμογλου: ο κωδικός της στην HSBC ήταν ο 5090146992 και συνδέθηκε, μετά το 2001, σε συναλλαγές με τη CMA, χωρίς να μπορεί να διευκρινιστεί αν είχε βαθιά ανάμειξη ή όχι. Ωστόσο η έκθεση έχει εντοπίσει πως είχε πολλά πληρεξούσια της CMA, το όνομά της βρισκόταν στη λεγόμενη ομάδα «Α» όσων συναλλάσσονταν με την HSBC και συνεργαζόταν με τους Μιωνή – Μεταξά – Παπασταύρου και Ματαθία.
11. Ηλίας Μεταξάς: γνωστό όνομα της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας και πατέρας του Αγγ. Μεταξά. Αν και συνταξιούχος πλέον κατά την περίοδο ακμής της δραστηριότητας της CMA, οι κινήσεις του καταγράφονται σε 11 σελίδες της έκθεσης σχετικά με τουλάχιστον 8 εταιρίες, αλλά είναι ασαφές τι γνώριζε και τι όχι ως προς τις δραστηριότητες του υιού και των δύο συνεταίρων του. Ο Ηλίας Μεταξάς σχετιζόταν με τους τραπεζίτες Τ. Βάις και Μ. Εσπινόζα – Πατρίτσιο.
12. Κωνσταντίνος Βελουδάκης: εργαζόμενος στην HSBC ως διαχειριστής λογαριασμών πελατών της αναφορικά με μεγάλο πλήθος offshore εταιριών και άλλων. Η δραστηριοποίησή του καταγράφεται, κυρίως, στο υποκατάστημα της HSBC στη Γενεύη, ενώ συναντιόταν με τους πελάτες και στην Αθήνα. Είχε τον κωδικό 5090174276 από τον Δεκέμβριο του 2003 ως τον Απρίλιο του 2007. Η έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. δεν τον συνδέει με τη CMA, αλλά με την HSBC την ίδια περίοδο, καθώς πραγματοποιούσε συναλλαγές για λογαριασμό πελατών που προέρχονταν από τον κλάδο της ναυτιλίας. Ο κ. Βελουδάκης δεν φαίνεται να είχε άμεση σχέση με τον Σ. Μιωνή, αλλά τα ονόματά τους «διασταυρώνονται» σε ορισμένες επενδύσεις, όπως στις εταιρίες «Lante» και «Gazebo».
13. Γεώργιος Καλέας: γεννημένος στη Γενεύη και εργαζόμενος από το 1993 στην τράπεζα-«μπουτίκ» Republic National Bank of New York (RNB) του Λιβανοβραζιλιάνου μεγιστάνα Εντ. Σάφρα. Η RNB εξαγοράστηκε το 1999 από την HSBC λόγω του ενδιαφέροντος πελατολογίου της στη Γενεύη, στο Μονακό και το Λουξεμβούργο. Οι κωδικοί συναλλαγών του Γ. Καλέα ήταν οι 5090123448, 9010123448 και 9070123448. Τα αρχεία, που ανέλυσε η ΕΛ.ΑΣ., εντοπίζουν τον Γ. Καλέα σε διαχείριση ή συναλλαγές με 49 (!) offshore εταιρίες ελληνικών συμφερόντων. Θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο του «πρωταγωνιστή της λίστας Λαγκάρντ» από τον Σ. Μιωνή, αλλά ο τελευταίος τον απέκτησε επάξια λόγω ιδιοκτησιακού ή διαχειριστικού ελέγχου πολύ μεγαλύτερων ποσών και σε μικρότερο χρόνο. Ο Γ. Καλέας προϋπήρχε στην HSBC, ενώ έχει κοινή ανάμειξη με τον Σ. Μιωνή στις εταιρίες «Gazebo» και «Lante» και άλλες οντότητες συμφερόντων της οικογένειας Μπόμπολα.
Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να πάρει εκατοντάδες εκατομμύρια από την HSBC!
Τα απολύτως θεμελιωμένα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας ότι το κύκλωμα Μιωνή – Μεταξά – Παπασταύρου λειτουργούσε όχι μόνον προς ίδιον οικονομικό όφελος, αλλά και προς όφελος της HSBC, επιβάλλουν στην ελληνική κυβέρνηση να κινηθεί -άμεσα- νομικά για τη διεκδίκηση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ υπέρ του Δημοσίου και των φορολογουμένων.
Εκτός από την αυτονόητη νομική ευθύνη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, των οικονομικών υπουργών και του υπουργού Δικαιοσύνης να δράσουν ταχύτατα, το ζήτημα έχει αποκτήσει πρόσθετη ηθική και πολιτική σημασία μετά τις μεθοδεύσεις που έγιναν στη Βουλή. Ο πρόεδρος της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την υπόθεση Παπαγγελόπουλου και βουλευτής της Ν.Δ. Ι. Μπούγας, μάλλον υπό την πίεση παραγόντων ανώτερων αυτού (θα πρέπει να μιλήσει, ώστε να μη φορτωθεί ευθύνες άλλων…), παρέλειψε να φέρει προς συζήτηση την επίμαχη έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. Η έκθεση «θάφτηκε» στο σωρό των 200.000 σελίδων του υλικού της Επιτροπής και -το ακόμα χειρότερο- μετά δεν δόθηκε στα στελέχη της «δ» που τους φορτώθηκε, άνευ λόγου, η ρετσινιά του «ύποπτου». Οι σημερινές αποκαλύψεις για το περιεχόμενο της έκθεσης εξηγούν πλέον πάρα πολλά!
Για όσους έχουν αμφιβολία, αν όντως η κυβέρνηση και το Ελληνικό Δημόσιο μπορούν να πάρουν χρήματα από την HSBC και τους ιδιώτες συνεργούς της, αρκεί να υπενθυμίσουμε όσα πέτυχαν άλλες χώρες.
Στις 14 Νοεμβρίου 2017 η HSBC Holdings συνήψε εξωδικαστικό συμβιβασμό με το υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας, για να πληρώσει 300.000.000 ευρώ ως αποζημίωση για τις ζημίες από την αντίστοιχη «λίστα Λαγκάρντ» με Γάλλους πολίτες και εταιρίες στο κατάστημα Γενεύης. Ήταν η πρώτη σχετική εξωδικαστική συμφωνία έπειτα από γαλλικό νόμο του 2016 που επέτρεπε συμβιβασμό, χωρίς οι εταιρίες να παραδεχτούν ενοχή.
Αντίθετα, όπως τονιζόταν σε ανακοίνωση του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών, δύο (μη κατονομαζόμενοι) πρώην διευθυντές της HSBC Γενεύης παρέμεναν υπόλογοι και υπό έρευνα. Η ίδια η HSBC, στο πλαίσιο της γαλλικής διάστασης της υπόθεσης, έχει ήδη παραδεχτεί σε ανακοίνωσή της ότι «δημόσια αναγνωρίσαμε ιστορικές αδυναμίες ελέγχου στην ελβετική ιδιωτική τράπεζα σε έναν αριθμό περιπτώσεων και λάβαμε μέτρα να τις αντιμετωπίσουμε».
Δύο χρόνια αργότερα, στις 6 Αυγούστου 2019, η HSBC ανακοίνωσε την καταβολή άλλων 295.000.000 ευρώ στο υπουργείο Οικονομικών του Βελγίου. Η HSBC έσπευσε να προβεί σε διακανονισμό και να πληρώσει μόλις διαπίστωσε ότι το βελγικό κράτος και η βελγική Δικαιοσύνη «δεν παίζουν» με τέτοιες υποθέσεις, καθώς δικαστήριο των Βρυξελλών επέβαλε πρόστιμο 4,5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε μία άλλη ελβετική τράπεζα, τη UBS, για παρόμοια υπόθεση! Προηγουμένως, η HSBC είχε αδιαφορήσει για την αγωγή που είχαν καταθέσει εναντίον της οι βελγικές Αρχές, από το 2014.
Υπενθυμίζεται ότι και οι ελληνικές Αρχές έχουν κάνει επιδρομές στα γραφεία της UBS στην Αθήνα και έχουν πάρει από τη Γερμανία σχετικά CD («λίστα Μπόργιανς»), αλλά και αυτή η υπόθεση έχει «θαφτεί».
Με ποιο τρόπο ζημίωσαν το Δημόσιο!
Το λογικά ερωτήματα που έχει ο μέσος πολίτης είναι πώς και γιατί οι καταθέτες στην κάθε «λίστα Λαγκάρντ» ή «λίστα Μπόργιανς» ή όποια άλλη ήταν απαραίτητα φοροφυγάδες. Όπως, επίσης, πώς και γιατί οι τραπεζίτες, λογιστές και χρηματοοικονομικοί τους σύμβουλοι, όπως το «κύκλωμα Μιωνή», έκλεβαν και ζημίωναν το Ελληνικό Δημόσιο. Οι απαντήσεις ωστόσο είναι απλές:
Πρώτον, όσοι Ελληνες πολίτες αναφέρονται σε τέτοιες λίστες δεν έχουν κάνει οπωσδήποτε φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή. Κάθε άλλο, και η «δ» το έχει επισημάνει από την αρχή της υπόθεσης, το 2012. Αν οι καταθέσεις προέρχονται, αποδεδειγμένα, από τα δηλωθέντα και φορολογηθέντα εισοδήματα στον τόπο μόνιμης κατοικίας (την Ελλάδα) ή αν έχουν φορολογηθεί κατά τη διάρκεια παλαιότερης εργασίας σε χώρα του εξωτερικού (όπου ήταν άλλοτε η μόνιμη κατοικία), τότε όλα είναι απολύτως νόμιμα. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα στη «λίστα Λαγκάρντ». Π.χ. τραπεζίτης που τη δεκαετία του ’70 εργαζόταν στις ΗΠΑ, όπου και είχε φορολογηθεί για το εισόδημά του, και στη συνέχεια κατέθεσε τις αποταμιεύσεις του στη Republic National Bank of New York που εξαγοράστηκε από την HSBC. O συγκεκριμένος καταθέτης ήταν απολύτως νόμιμος. Επίσης, τα μέλη μιας οικογένειας εφοπλιστών τα οποία είχαν και μία μικρή ΕΠΕ στην Ελλάδα και έπαιρναν τυπικά από αυτήν ένα μικρό μισθό, που δεν είχε φορολογηθεί στη χώρα, πλήρωσαν εθελοντικά ένα εξίσου μικρό πρόστιμο.
Δεύτερον, το πρόβλημα δημιουργείται με τα αδήλωτα εισοδήματα, που μάλιστα η διακίνησή τους -πάνω από ένα ορισμένο ποσό- συνιστά και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (κοινώς, «ξέπλυμα»). Οι καταθέτες αυτοί έδιναν, με κάποιον τρόπο (μετρητά ή από μυστικό λογαριασμό), τα αδήλωτα εισοδήματα σε τραπεζικούς και χρηματοοικονομικούς συμβούλους, οι οποίοι ωστόσο, βάσει της διεθνούς νομοθεσίας (και όχι μόνον της ελληνικής), ήταν υποχρεωμένοι να ελέγξουν και να πιστοποιήσουν τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων. Από τη στιγμή που δεν το έκαναν, αρχίζει το «ξέπλυμα», που είναι «διαρκές» έγκλημα, χωρίς παραγραφή, αφού όλοι οι εμπλεκόμενοι απολαμβάνουν το παράνομο χρήμα και βγάζουν (με επενδύσεις και τόκους) επιπλέον παράνομο, αδήλωτο χρήμα. Κοινώς, ζημιώνουν και κλέβουν -πελάτες και τραπεζίτες- το Ελληνικό Δημόσιο.
Τρίτον, το κάθε «κύκλωμα Μιωνή» όφειλε να τηρεί τους νόμους και οι καταθέτες (μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας) να πληρώνουν φόρους για τα κέρδη από τα επενδυτικά προϊόντα, όπου «τζιράριζαν» τα χρήματά τους. Τα μέλη του κυκλώματος ήταν οι αυτουργοί ή συναυτουργοί του «ξεπλύματος» και έβγαζαν πολλά χρήματα από αυτές τις κινήσεις. Γιατί άλλο να «επενδύεις» σε φορολογικό παράδεισο σε ένα νησάκι κοντά στη Νέα Ζηλανδία και άλλο σε χώρες-μέλη της Ε.Ε. ή στις ΗΠΑ. Με δεδομένες τις υψηλές χρεώσεις στους πελάτες και τα μεγάλα κόστη για τις ίδιες τις τάχα «επενδυτικές» εταιρίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να διακινείς χρήματα από αδήλωτους λογαριασμούς σε όλο τον κόσμο σε διαρκή βάση. Το μοναδικό κίνητρο είναι να κρύβεις τα χρήματα και να ζημιώνεις το Δημόσιο, για να κερδίσεις ο ίδιος.
Τέταρτον, όπως έχουν αποδείξει οι εισαγγελικές και οι δημοσιογραφικές έρευνες σε άλλες χώρες (και δείχνει και η έκθεση της ΕΛ.ΑΣ.), στην HSBC Γενεύης «γίνονταν όργια»! Η συγκεκριμένη τράπεζα, αντί να προσφέρει απλώς έναν ασφαλή (ή έστω «μυστικό») λογαριασμό στη σταθερή και ουδέτερη Ελβετία, χρησιμοποιούσε συνεργαζόμενα δίκτυα offshore εταιριών ανά τον κόσμο (όπως της CMA του Σ. Μιωνή), ώστε να δελεάζει τους πελάτες με μεγαλύτερες αποδόσεις. Η HSBC Γενεύης έκανε ακόμα και «μάρκετινγκ φοροαποφυγής» στους υφιστάμενους και δυνάμει πελάτες της. Τα αρχεία της HSBC (καθώς και αναφορές και e-mail που περιέχονται στην έκθεση της ΕΛ.ΑΣ.) αποδεικνύουν ότι γινόταν ευρεία διακίνηση αδήλωτων μετρητών, στήνονταν offshore για την αποφυγή φόρων που έπρεπε να καταβληθούν εντός της Ε.Ε., υπήρχε συνεργασία με πελάτες για την απόκρυψη λογαριασμών από τις εθνικές φορολογικές αρχές και δεν γινόταν κανένας έλεγχος για τη νομιμότητα προέλευσης των χρημάτων.
Πέμπτον, χαρακτηριστικό παράδειγμα του «μάρκετινγκ φοροαποφυγής» ήταν οι μέθοδοι, που πρότεινε η HSBC, για την παράκαμψη ενός φόρου που επεβλήθη (από το 2005 και μετά) σε όλες τις καταθέσεις σε ελβετικές τράπεζες. Ο φόρος επεβλήθη κατόπιν επίσημης συμφωνίας μεταξύ της Ελβετίας και της Ε.Ε. για να αντιμετωπιστούν, ακριβώς, τα προβλήματα φοροδιαφυγής μέσω λογαριασμών σε συνδεόμενες offshore εταιρίες. Ακόμα και αν αγνοήσουμε όλα τα άλλα παράνομα στοιχεία (αδήλωτα χρήματα κ.λπ.), και μόνον αυτή η μικρή «λεπτομέρεια» μεταξύ Ελβετίας και Ε.Ε. (που δεν είναι, ασφαλώς, «λεπτομέρεια» όταν πρόκειται για δισεκατομμύρια ευρώ) θεμελιώνει την παρανομία και τη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου.
Συνοπτικά, οι ως τώρα έρευνες έχουν δείξει ότι άνω του 60% των καταθετών της «λίστας Λαγκάρντ» είχαν χρήματα αδήλωτα στις ελληνικές Αρχές. Αρκετοί εξ αυτών ήταν πελάτες του δικτύου Μιωνή με προφανή συνυπευθυνότητα του ιδίου και των συνεργατών του. Η περίπτωση του αποθανόντος παλαιού υπουργού Ι. Μπούτου, που αποκάλυψε η «δ» προ μηνός, είναι χαρακτηριστική.