Κυβερνητική «ομερτά» για τη μοιρασιά της καμπάνιας για τον κορονοϊό, όπου η μερίδα του λέοντος πήγε στα κανάλια
Η αυλαία για τη διανομή των 20.000.000 ευρώ της διαφημιστικής εκστρατείας για τον κορονοϊό έπεσε, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν. Προστίθενται, μάλιστα, διαρκώς και νέα, δίνοντας στο θέμα διαστάσεις σοβαρού σκανδάλου με πολιτικές, οικονομικές και θεσμικές διαστάσεις. Οι υποτιθέμενες απαντήσεις τις οποίες δίνει όλες αυτές τις ημέρες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας, όπως έκανε και χθες στη Βουλή, κάθε άλλο παρά φωτίζουν την υπόθεση. Αντιθέτως, είναι φανερό ότι αποσκοπούν στη σύγχυση, στην παραπλάνηση και εν τέλει στον εκφυλισμό του θέματος.
Η καμπάνια για τον κορονοϊό ολοκληρώθηκε στις 30 Μαΐου, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει υπάρξει σαφής απολογισμός ή έστω ενημέρωση για το πώς ακριβώς μοιράστηκαν τα κονδύλια αυτά. Η «λίστα» που κατατέθηκε στη Βουλή, με την απλή παράθεση των μέσων ενημέρωσης που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, συνιστά μια απλή έως και γελοία πρόφαση.
Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι θα υπάρξει η απαραίτητη διαφάνεια, η όλη διαδικασία εξακολουθεί να καλύπτεται από το σκοτάδι. Ούτε καν στη
Δι@ύγεια, όπου πρέπει να δημοσιεύεται κάθε κρατική δαπάνη, αν και έχουν περάσει πάνω από δύο μήνες, έχουν αναρτηθεί τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου οι φορολογούμενοι να γνωρίζουν -εν όψει και του νέου οικονομικού Αρμαγεδδώνα που θα περιλαμβάνει κι άλλες μειώσεις των εισοδημάτων τους, απολύσεις και εργασιακή αβεβαιότητα- πώς έχει γίνει η διαχείριση αυτού του πακτωλού δημόσιου χρήματος. Δεδομένου, άλλωστε, ότι η απειλή του κορονοϊού παρουσιάζεται ως επανακάμπτουσα, δεν αποκλείεται να εκταμιευθούν λίαν συντόμως -υπό τις ίδιες αδιαφανείς συνθήκες- κι άλλα κονδύλια προς τα μέσα ενημέρωσης με δικαιολογία την ανάγκη ενημέρωσης της κοινής γνώμης.
Τα μόνα στοιχεία
Μέχρι στιγμής, τα μόνα διαθέσιμα στοιχεία για τον τρόπο κατανομής των 20.000.000 ευρώ είναι αυτά που μπορούν να αντληθούν από τις καταχωρίσεις που έγιναν τις προηγούμενες εβδομάδες στον έντυπο Τύπο, στις ημερήσιες και τις εβδομαδιαίες εφημερίδες. Η επεξεργασία των στοιχείων αυτών, μάλιστα, γεννά νέες απορίες για τα κριτήρια που ίσχυσαν και τις αναλογίες που τηρήθηκαν στον καταμερισμό της καμπάνιας. Επίσης, αναδεικνύει κι ένα άλλο μείζον θέμα σχετικά με την προκλητικά δυσμενή και άνιση αντιμετώπιση των εφημερίδων συγκριτικά με τα τηλεοπτικά κανάλια και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Αυτή η μονομέρεια έρχεται να επιβεβαιώσει και από μια άλλη οπτική, δυστυχώς, τις υποψίες ότι πραγματικός στόχος της καμπάνιας δεν ήταν η ενημέρωση και αναλογικά η δίκαιη στήριξη του συνόλου των μέσων ενημέρωσης, αλλά η ακραία και προκλητική πριμοδότηση των τηλεοπτικών κυρίως ομίλων, μέσω των οποίων προωθείται η κυβερνητική προπαγάνδα.
Κατά το διάστημα που έτρεξε, σύμφωνα με την ορολογία της διαφημιστικής αγοράς, η καμπάνια στις εφημερίδες, δημοσιεύθηκαν (σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε και παρουσιάζει σήμερα η «δημοκρατία») συνολικά 152 ολοσέλιδες καταχωρίσεις.
Αυτό αθροιστικά μεταφράζεται σε ένα ποσό που κυμαίνεται γύρω στο 1.000.000 ευρώ, ενδεχομένως και λιγότερο. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να διαπιστώσει κανείς ότι πρόκειται για ψίχουλα σε σχέση με το συνολικό πακέτο των 20.000.000 ευρώ. Πρόκειται (το πολύ) για το ένα εικοστό. Είναι οφθαλμοφανές ότι το ποσό αυτό διανεμήθηκε -με τον τρόπο που διανεμήθηκε- προς τις εφημερίδες για να τηρηθούν περισσότερο τα προσχήματα, αποδεικνύοντας και με την ευκαιρία αυτή πόσο κενές περιεχομένου ήταν οι κυβερνητικές εξαγγελίες για τη στήριξη του Τύπου και την αναγνώρισή του στην αξιόπιστη και υπεύθυνη ενημέρωση ειδικά στην εποχή των fake news. Τα κανάλια δεν πήραν απλώς τη μερίδα του λέοντος, αλλά φαίνεται ότι απορρόφησαν σχεδόν ολόκληρο το διαφημιστικό budget για μέτρα προστασίας την περίοδο έξαρσης του κορονοϊού.
Αυτό αποτελεί και την πιο απτή εξήγηση για το πώς φιλοτεχνείται καθημερινώς η τηλεοπτική ειδησεογραφία το τελευταίο τρίμηνο, διαμορφώνοντας αντίστοιχα -και υποσυνείδητα- τις τάσεις της κοινής γνώμης που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις, εν είδει διαρκούς θριάμβου για την κυβέρνηση.
Αυθαίρετα και υποκειμενικά κριτήρια για τις καταχωρίσεις στις εφημερίδες
Ακόμη και η κατανομή των καταχωρίσεων που έγινε στις εφημερίδες δείχνει τις σκοπιμότητες που επικράτησαν, καθώς είναι προφανές ότι δεν ίσχυσε κανένα από τα αντικειμενικά κριτήρια που θα έπρεπε και τα οποία επικαλείται, κατά τα λοιπά, ο κ. Πέτσας.
Όχι μόνο δεν σταθμίστηκαν με δίκαιο τρόπο η επιρροή και η ιστορία κάθε εφημερίδας, αλλά καταστρατηγήθηκε ακόμη και το αυστηρά ανελαστικό στοιχείο της κυκλοφοριακής κατάταξής τους. Η κατανομή έγινε χωρίς να τηρηθεί καμιά ισορροπία, με κριτήρια εμφανώς αυθαίρετα και υποκειμενικά, που προδίδουν τις πολιτικές ιδιοτέλειες και μιντιακές δοσοληψίες της κυβέρνησης.
Η δυσαναλογία είναι ιδιαίτερα εμφανής στον κυριακάτικο Τύπο. Είναι χαρακτηριστική η προνομιακή μεταχείριση που έχουν οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, όχι μόνο εκείνες με σχετικά μεγάλες κυκλοφορίες, αλλά και αυτές με κυριολεκτικά ασήμαντες. Έτσ, βλέπει κανείς ότι πήρε επτά ολοσέλιδες καταχωρίσεις η εφημερίδα «Φιλελεύθερος» με τη χαμηλότατη κυκλοφορία και πέντε η ανύπαρκτη… «Μπαμ», η οποία πουλά λίγες δεκάδες φύλλα εβδομαδιαίως! Επίσης, πέντε διαφημίσεις πήρε το «Ποντίκι», έξι τα… πρόθυμα «Παραπολιτικά», επτά ο «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής» και από οκτώ το «Πρώτο Θέμα», «Το Βήμα», η «Καθημερινή», το «Εθνος» και η «Real News». Την ίδια ώρα, η «κυριακάτικη δημοκρατία», με μια σαφή πρόθεση να «τιμωρηθεί», περιορίστηκε στις τέσσερις καταχωρίσεις, όσες πήρε και η μηδαμινής κυκλοφορίας εβδομαδιαία «Άποψη» καθώς και η «κυριακάτικη Kontra».
Για τις καταχωρίσεις αυτές, η «κυριακάτικη δημοκρατία», όπως έχει φροντίσει να ενημερώσει τους αναγνώστες της, έλαβε συνολικά ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 0,12% του συνολικού προγράμματος, αξιώνοντας να υπάρξει απόλυτη διαφάνεια για όλους και για όλα. Και βεβαίως, τηρουμένων (και των κυκλοφοριακών) αναλογιών, η κραυγαλέα ανισοτιμία προκύπτει και από το γεγονός ότι -την ίδια ώρα- έχουν πάρει από τρεις καταχωρίσεις εφημερίδες όπως ο «Λόγος της Κυριακής», το «Παρασκήνιο», η «Αυγή της Κυριακής», το «Παρόν», το «Άρθρο», από δύο η «Βραδυνή», το «Καρφί» και η «Μακεδονία» και από μία η «Αξία» και το «Κεφάλαιο». Η κυκλοφορία ορισμένων από τις εφημερίδες αυτές εξαντλείται κυριολεκτικά σε μερικές δεκάδες φύλλα, όσα απαιτούνται μόνο και μόνο για την τυπική ύπαρξή τους, με μηδενική αναγνωσιμότητα.
Διακρίσεις
Από τις ημερήσιες εφημερίδες πήραν επτά τα «Νέα», από πέντε η «Εφημερίδα των Συντακτών», η «Καθημερινή» και η «Εστία», τρεις ο «Ριζοσπάστης» και δύο η «Ναυτεμπορική». Καμιά άλλη από τις ημερήσιες εφημερίδες δεν είχε οποιαδήποτε σχετική καταχώριση. Αυτό δημιουργεί πρόσθετα ερωτήματα για τις διακρίσεις που ίσχυσαν και τους αποκλεισμούς που επιβλήθηκαν. Έτσι βλέπουμε ότι υπάρχει κι εδώ δυσμενής μεταχείριση της «δημοκρατίας», η ημερήσια έκδοση της οποίας αποκλείστηκε εντελώς από το διαφημιστικό πρόγραμμα, όπως άλλωστε και η «Espresso».
Δεν ίσχυσε, όμως, το ίδιο κριτήριο και για την «Καθημερινή», η οποία αντιμετωπίστηκε εν προκειμένω προνομιακά, αφού εντάχθηκε τόσο στις κυριακάτικες όσες και στις καθημερινές εφημερίδες και πήρε συνολικά 13 καταχωρίσεις. Ανάλογη είναι και η περίπτωση των «Νέων» που ανήκουν στον ίδιο όμιλο (Μαρινάκη) με το «Βήμα» και μαζί πήραν αθροιστικά 15 ολοσέλιδες καταχωρίσεις.
Γενικότερα, αν συνυπολογιστούν τα «Παραπολιτικά» και το «Καρφί», τα έντυπα συμφερόντων του Β. Μαρινάκη έρχονται μακράν πρώτα με συνολικά 23 καταχωρίσεις. Επί των 132 που δόθηκαν προς όλες τις πολιτικές εφημερίδες (συν 20 στις αθλητικές), το ποσοστό για τα έντυπα επιρροής Μαρινάκη πλησιάζει σχεδόν το 20%. Είναι κι αυτή άλλη μια ηχηρή απόδειξη του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση επέλεξε να διαχειριστεί το δημόσιο χρήμα προς τα μέσα ενημέρωσης «αξιοποιώντας» την κρίση -και την αναμπουμπούλα- του κορονοϊού. Κι όλα αυτά χωρίς να είναι γνωστά τα ποσά που δόθηκαν για καθεμία καταχώριση.
Όταν θα τα μάθουμε (αν τα μάθουμε), είναι σχεδόν βέβαιο ότι στον όμιλο Μαρινάκη θα έχει δοθεί σε ζεστό χρήμα η μερίδα του λέοντος, σε ποσοστό πολύ παραπάνω του 20%.