Καταπέλτης ο Σπ. Θεοδωρόπουλος κατά της κυβέρνησης: «Χρειάζεται να υπογράψουμε συλλογικές συμβάσεις εργασίας και να θεσμοθετηθεί διαιτησία»
Την ανάγκη πραγματικής και όχι… επικοινωνιακής αύξησης των μισθών, όπως προωθεί η κυβέρνηση, ζητούν οι εκπρόσωποι των εργοδοτών. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος αποκάλυψε την απάτη των πολυδιαφημισμένων αυξήσεων μόνο του κατώτατου μισθού, αλλά και τα μνημονιακά νομικά προσκόμματα που κρατούν καθηλωμένες τις αποδοχές των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Μιλώντας σε συνέδριο της Ενωσης Ανωτάτων Στελεχών Επιχειρήσεων (ΕΑΣΕ), ο επικεφαλής του ομίλου τροφίμων Bespoke SGA Holdings AE, που περιλαμβάνει εταιρίες όπως η ΙΟΝ και η Νίκας, ήταν ξεκάθαρος:
«Χρειάζεται να υπογράψουμε συλλογικές συμβάσεις εργασίας», υποστηρίζοντας ότι αυτό συμβαίνει επειδή η Ελλάδα, μαζί με άλλες 2-3 χώρες, δεν έχει ψηφίσει το άρθρο 6 του κανονισμού του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, που προβλέπει την προσφυγή από δύο μέρη στη διαιτησία. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι να γίνεται προσχηματικός διάλογος και να υπάρχει μονομερής προσφυγή στη διαιτησία. Μάλιστα, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών συντάσσεται στο πλευρό των εργαζομένων που ζητούν ουσιαστικές αυξήσεις, λέγοντας: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μισθοί στην Ελλάδα έχουν μείνει πίσω. Εάν δεν το αντέχουν κάποιες επιχειρήσεις, είναι πρόβλημα των επιχειρήσεων αυτών. Δεν μπορεί να μένει πίσω όλη η οικονομία. Οι καλύτεροι μισθοί διασφαλίζουν κοινωνική συνοχή, πολιτική σταθερότητα και αγοραστική δύναμη. Σε αυτούς τους ανθρώπους θέλουμε να πουλάμε τα προϊόντα μας».
Επί της ουσίας, ο κ. Θεοδωρόπουλος θέτει στο τραπέζι το ζήτημα της μη αύξησης των αποδοχών για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, οι οποίοι ούτε αμείβονται με τον κατώτατο ούτε καλύπτονται από κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας. Προ του 2012 και τις σκληρές μνημονιακές παρεμβάσεις ήταν σε ισχύ περίπου 150 συμβάσεις, που κάλυπταν τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων. Μόνο μετά το 2018 άρχισαν να υπογράφονται σταδιακά νέες (όπως αυτές στην εστίαση, στον τουρισμό και στους διανομείς), οι οποίες επ’ ουδενί δεν επαρκούν. Πάνω σε αυτό, η κυβέρνηση κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση και κόντρα στο Κοινοτικό Δίκαιο. Πρόσφατα υποτίθεται πως ενσωμάτωσε την οδηγία περί «επαρκών κατώτατων μισθών», που ορίζει πως θα πρέπει το 80% των εργαζομένων να καλύπτεται από κάποιας μορφής συλλογική σύμβαση. Και ενώ το ποσοστό στην Ελλάδα σήμερα είναι μόλις 25%, το μόνο που θεσπίστηκε νομοθετικά είναι πως το υπουργείο Εργασίας… θα φτιάξει μία επιτροπή που… θα εξετάσει το πρόβλημα.
Σε ό,τι αφορά δε τις εργασιακές διαφορές και όσα ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, θα αρκούσε απλώς στην κυβέρνηση να νομοθετούσε το αυτονόητο: την επαναφορά του δικαιώματος της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Και αυτό γιατί σήμερα ισχύει στη χώρα μας το εξής παράλογο: για να προσφύγει εργοδότης ή εργαζόμενος στον ΟΜΕΔ θα πρέπει να συμφωνούν και οι δύο!
Αντίστροφη μέτρηση για νέα αύξηση στον κατώτατο
Σε λιγότερο από έναν μήνα, την 1η Απριλίου, αυξάνεται εκ νέου ο κατώτατος μισθός, με όλες τις ενδείξεις να συγκλίνουν στο ότι, από τα 830 ευρώ μικτά, θα ανέλθει στα 870-880 ευρώ. Η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως σε δηλώσεις της υπενθύμισε πως εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να κάνει την εισήγησή της στο υπουργικό συμβούλιο, με την τελική απόφαση να βρίσκεται στα χέρια του πρωθυπουργού. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, από την πλευρά τους, αποχώρησαν από τη διαδικασία διαβούλευσης, χαρακτηρίζοντάς την προσχηματική.
Διαστρεβλώνοντας το γράμμα και το πνεύμα της Κοινοτικής Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, η κυβέρνηση θέσπισε έναν αυτοματοποιημένο τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος όμως θα εφαρμοστεί από το 2028. Εως τότε, το ύψος των αποδοχών των ανειδίκευτων εργατών θα προκύπτει έπειτα από απόφαση του εκάστοτε πρωθυπουργού, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει δεσμευτεί πως θα ανέλθει στα 950 ευρώ μικτά έως το (προεκλογικό) 2027. Αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι δηλαδή γνωρίζουμε ήδη το πόσο και πότε θα αυξηθεί ο κατώτατος, αποτέλεσε και την αφορμή για την αποχώρηση της ΓΣΕΕ από τη διαδικασία διαβούλευσης, την οποία χαρακτηρίζει, δικαίως, προσχηματική.
Οι έμποροι
Το ίδιο επιχείρημα, αλλά… από την ανάποδη, χρησιμοποίησε και η πλευρά των εμπόρων, με τον πρόεδρο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου Σταύρο Καφούνη να σημειώνει πως «το αν θα φτάσει ο κατώτατος μισθός ή και θα ξεπεράσει τα 950 ευρώ πρέπει να το καθορίζει η πραγματική οικονομία και όχι η εκάστοτε κυβέρνηση. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των κατώτατων αποδοχών των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει, πρώτον, να συνδέεται ευθέως με την αύξηση της παραγωγικότητας και, δεύτερον, να συνοδεύεται από ταυτόχρονη περαιτέρω δραστική μείωση του μη μισθολογικού κόστους».
Ο κατώτατος μισθός από την 1η Απριλίου 2024 ανήλθε σε 830 ευρώ μικτά για 0-3 έτη προϋπηρεσίας, σε 913 ευρώ μικτά για 3 έως 6 έτη προϋπηρεσίας, σε 996 ευρώ μικτά για 6 έως 9 έτη προϋπηρεσίας και σε 1.079 ευρώ μικτά για πάνω από 9 έτη προϋπηρεσίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» του υπουργείου Εργασίας, με αυτόν αμείβονται 560.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, ενώ το ύψος του καθορίζει και μια σειρά από επιδόματα και παροχές προς εργαζομένους, ανέργους και σπουδαστές. Τα πλέον διαδεδομένα είναι το τακτικό επίδομα ανεργίας, που ανέρχεται στο 55% του κατώτατου μισθού και είναι σήμερα στα 509 ευρώ μικτά, και το μηνιαίο επίδομα μητρότητας (για 9 μήνες ο «καθαρός» κατώτατος μισθός), που είναι σήμερα από 830 μέχρι 7.470 ευρώ καθαρές αποδοχές (9 Χ 830 €).