Υστερα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, το Ελληνικό Δημόσιο άρχισε την αποεπένδυση, ξεπουλώντας μετοχές σε ιδιώτες
Δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ στήριξης δόθηκαν κατά τη διάρκεια των Μνημονίων στις τράπεζες της χώρας, για να αντέξουν το βάρος της οικονομικής κρίσης και για την αποφυγή της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης στη χώρα μας.
Πλέον, το Ελληνικό Δημόσιο έχει αρχίσει ήδη να αποεπενδύει από τις τράπεζες, δηλαδή τα κεφάλαια που είχε τοποθετήσει στα προηγούμενα χρόνια για τη στήριξή τους τα πουλά σε ιδιώτες.
Πάρα τους… πανηγυρισμούς και τις δηλώσεις περί επιστροφής στην «κανονικότητα» (δηλ. το Δημόσιο να μην κατέχει ποσοστά στις τράπεζες), αν παρατηρήσει κάνεις τις τιμές με τις οποίες πραγματοποιείται η αποεπένδυση του Ελληνικού Δημοσίου, θα αντιληφθεί πως οδεύουμε σε ένα νέο μεγάλο σκάνδαλο.
Σημειώνεται πως η «έξοδος» πραγματοποιείται σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές σε σύγκριση με τις χρηματιστηριακές αξίες των τραπεζικών μετοχών, όταν το ΤΧΣ ανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες, γεγονός που αποτελεί τον ορισμό της έννοιας του «ξεπουλήματος».
Φυσικά, όλα αυτά με τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, καθώς οι τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις έγιναν με κρατικό χρήμα.
Ηδη το ΤΧΣ έχει διαθέσει τις μετοχές που κατείχε σε Eurobank, Εθνική Τράπεζα (απομένει ακόμα ένα ποσοστό) και Alpha Bank, ωστόσο το Δημόσιο εισπράττει «ψίχουλα» μπροστά στα ποσά που είχε επενδύσει στις τράπεζες, στο πλαίσιο των ανακεφαλαιοποιήσεών τους.
Τις προηγούμενες ημέρες ολοκληρώθηκε η πώληση του ποσοστού 9% που κατείχε το ΤΧΣ στην Alpha Bank και του 22% (από 40% που κατείχε συνολικά) στην Εθνική Τράπεζα. Συγκεκριμένα, πουλήθηκε το 9% του ΤΧΣ στην Alpha Bank στον ιταλικό κολοσσό UniCredit, έναντι 293.500.000 ευρώ, ενώ πριν από λίγα 24ωρα ολοκληρώθηκε, μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς, η διάθεση του 3% που κατείχε το ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα σε ιδιώτες επενδυτές της εγχώριας αγοράς και το υπόλοιπο 19% σε θεσμικούς (ειδικούς) επενδυτές στο εξωτερικό, έναντι 1,067 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη Σεπτεμβρίου η Eurobank προχώρησε σε επαναγορά του 1,4% που κατείχε στο μετοχικό κεφάλαιό της το ΤΧΣ έναντι 93.700.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα που εισέπραξε το Δημόσιο από τη διάθεση των ποσοστών 1,4% στη Eurobank, 9% στην Alpha Bank και 22% στην Εθνική ανέρχονται σε 293.500.000 ευρώ και 1,07 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το «ταμείο» στα 1,4 δισ. ευρώ.
Στα επόμενα σχέδια του ΤΧΣ είναι η διάθεση του υπόλοιπου 18% στην Εθνική το επόμενο διάστημα και του 27% στην Τράπεζα Πειραιώς, που αναμένεται την άνοιξη του 2024. Σύμφωνα με τις τρέχουσες χρηματιστηριακές τιμές, τα αναμενόμενα έσοδα του Δημοσίου υπολογίζονται κατά προσέγγιση σε 2 δισ. ευρώ, 1 δισ. ευρώ για το 18% της Εθνικής και 1 δισ. ευρώ για το 27% της Πειραιώς (κατά προσέγγιση). Αυτό σημαίνει ότι τα συνολικά έσοδα που θα αποκομίσει το Δημόσιο από την τρέχουσα αποεπένδυση δεν θα υπερβαίνουν τα 3,5 δισ. ευρώ.
Απώλειες πάνω από 40 δισ. € για τους φορολογουμένους
Το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) αποφάσισε να ανακεφαλαιοποιήσει τρεις φορές τις τράπεζες κατά τα χρόνια του Μνημονίου, οι οποίες κόστισαν συνολικά πάνω από 40 δισ. ευρώ. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 2012, η δεύτερη το 2014 και η τρίτη το 2015.
Συνολικά, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας επένδυσε τα εξής κεφάλαια στις τέσσερις συστημικές τράπεζες:
• 8,46 δισ. ευρώ στην Εθνική Τράπεζα,
• 5,72 δισ. ευρώ στη Eurobank,
• 6,84 δισ. ευρώ στην Πειραιώς (μαζί με τα cocos των 3 δισ. ευρώ το ποσό ανεβαίνει στα 9,84 δισ.) και
• 3,9 δισ. ευρώ στην Alpha Βank.
Επίσης, το ΤΧΣ κάλυψε το χρηματοδοτικό κενό τραπεζών, που έσπασαν σε «καλές» και «κακές», ανεβάζοντας το συνολικό ποσό κοντά στα 40 δισ. Συγκεκριμένα, διέθεσε 7,47 δισ. στην Αγροτική Τράπεζα, που κατέληξε στην Πειραιώς, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο 3,7 δισ., που κατέληξε στη Eurobank, στην Proton Bank 562.000.000, που κατέληξε στη Eurobank, και στην FBBank 456.000.000, που κατέληξε στην Εθνική Τράπεζα.
Για το ζήτημα αυτό εξέδωσε πρόσφατα ανάλυση το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το οποίο εκτιμά το κόστος των ανακεφαλαιοποιήσεων στα 42-43 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο της έρευνας «Η αθέατη πλευρά του φεγγαριού: Οι αρνητικές επιπτώσεις της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα». Υπολογίζει ότι συνολικά το κόστος που έχει καταβληθεί ανέρχεται σε 46 δισ. ευρώ, από το οποίο, εάν αφαιρεθούν τα έσοδα από την τρέχουσα αποεπένδυση (ύψους 3,5 δισ. ευρώ), ανέρχεται συνολικά σε 42-43 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται πως στον Προϋπολογισμό κάθε χρόνο τα έσοδα από ΦΠΑ και Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης αγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ, δηλαδή το κράτος θα μπορούσε να μηδενίσει για περισσότερο από έναν χρόνο τους φόρους που επιβάλλονται σε τρόφιμα και καύσιμα.
Πάντως, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, για να λάβει πίσω τα λεφτά του το Δημόσιο, η χρηματιστηριακή αξία «των τεσσάρων συστημικών τραπεζών θα έπρεπε να ήταν 1.383% μεγαλύτερη από αυτήν στις 6/10/2023. Δηλαδή, περίπου 14,83 φορές μεγαλύτερη».
Μάλιστα, το ΚΕΠΕ προχωρά σε σύγκριση των προγραμμάτων διάσωσης τραπεζών σε άλλες χώρες, όπως ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνοντας ότι οι ΗΠΑ αποκόμισαν κέρδη +13,7% από τις επενδύσεις του προγράμματος TRAP στις τράπεζες, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο προέκυψαν μικρές ζημίες από το πρόγραμμα διάσωσης, της τάξης του -17% της αρχικής επένδυσης.
Σημειώνεται πως σήμερα η κεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών στο ελληνικό Χρηματιστήριο αγγίζει τα 17,5 δισ. ευρώ, δηλαδή οι τέσσερις τράπεζες έχουν αξία σχεδόν το 1/3 από τα κεφάλαια στα οποία είχε επενδύσει ο ελληνικός λαός μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.