Η Επιτροπή βάζει «μαχαίρι» σε δημόσιες δαπάνες (με όριο 2,6%) και μέτρα στήριξης για την ενεργειακή κρίση, στο πλαίσιο της δεύτερης μεταμνημονιακής έκθεσης
Σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης για την ενεργειακή κρίση και δημοσιονομικό «μάζεμα», με «μαχαίρι» στις δημόσιες δαπάνες συστήνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της δεύτερης μεταμνημονιακής έκθεσης. Η Κομισιόν ζητά τη διασφάλιση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, ιδίως περιορίζοντας τις πρωτογενείς δαπάνες το 2024 σε όχι περισσότερο από 2,6%. Το πλαφόν αυτό θα εφαρμόζεται σε όλες τις δαπάνες του προϋπολογισμού πλην εκείνων που αφορούν τους τόκους για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Στην έκθεσή της η Ε.Ε. βλέπει πρόοδο σε μεταρρυθμίσεις όπως η προώθηση της κωδικοποίησης της εργατικής νομοθεσίας και του Κτηματολογίου, καθώς και της διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας και των ιδιωτικοποιήσεων. Είναι επικριτική, ωστόσο, για την πορεία των προγραμμάτων ρύθμισης φορολογικών οφειλών και της εκκαθάρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, τονίζοντας ότι θα πρέπει να παρακολουθούνται περαιτέρω. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η κυβέρνηση άνοιξε εκ νέου τα συστήματα διακανονισμού φορολογικών οφειλών με ευνοϊκούς όρους και δημιούργησε ένα νέο σύστημα διακανονισμού εκτός του μόνιμου “βασικού συστήματος”, το οποίο θα μπορούσε να υπονομεύσει την αξιοπιστία του βασικού συστήματος και είναι επιζήμιο για την πειθαρχία στις πληρωμές. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κύριου συνταξιοδοτικού συστήματος έχουν σε γενικές γραμμές εκκαθαριστεί, αλλά ο στόχος για τις μη συνταξιοδοτικές ληξιπρόθεσμες οφειλές έχει χαθεί».
Οι συστάσεις Κομισιόν
Συγκεκριμένα, με βάση τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει δράση φέτος και το 2024 για:
• Τερματισμό των μέτρων ενεργειακής στήριξης που ισχύουν έως το τέλος του 2023, χρησιμοποιώντας σχετικές αποταμιεύσεις για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Σε περίπτωση ανόδου των τιμών ενέργειας που απαιτούν μέτρα στήριξης, αυτά θα πρέπει να είναι στοχευμένα προς ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Παράλληλα θα πρέπει να διατηρούν κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας.
• Διασφάλιση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, ιδίως περιορίζοντας τις πρωτογενείς δαπάνες το 2024 σε όχι περισσότερο από 2,6%. Διατήρηση των εθνικών χρηματοδοτούμενων δημόσιων επενδύσεων και διασφάλιση της αποτελεσματικής απορρόφησης των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης κι άλλων ευρωπαϊκών κονδυλίων, ιδίως για την προώθηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Για την περίοδο μετά το 2024, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να ακολουθεί μια μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική σταδιακής και βιώσιμης εξυγίανσης, σε συνδυασμό με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την υψηλότερη βιώσιμη ανάπτυξη, για την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών.
• Βελτίωση των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν ως μέρος του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όπως ένα φορολογικό σύστημα φιλικό προς τις επενδύσεις, με την εισαγωγή προκαταβολής φόρου, διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μεταξύ άλλων με αναθεώρηση της τρέχουσας φορολογικής δομής για τους αυτοαπασχολούμενους και ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης με την επέκταση της χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών. Επίσης, συστήνεται διατήρηση και αύξηση της αυτονομίας της φορολογικής διοίκησης επεκτείνοντας την εντολή της να αναπτύξει και να διαχειριστεί τα πληροφοριακά της συστήματα και το ανθρώπινο δυναμικό.
• Διατήρηση της δυναμικής στη σταθερή εφαρμογή της ανάκαμψης και της ανθεκτικότητας, μέσω του σχεδιασμού και της γρήγορης ολοκλήρωσης του REPowerEU, με σκοπό την ταχεία έναρξη εκτέλεσής του.
• Την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του Κτηματολογίου με την ολοκλήρωση της κτηματογράφησης και τη σύσταση και λειτουργία του Ελληνικού Οργανισμού Κτηματολογίου.
Υψηλά πλεονάσματα
Η Κομισιόν αξιολογεί θετικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τα δημοσιονομικά της επιτεύγματα, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022, το οποίο προήλθε παρά τα μεγάλα κονδύλια που δόθηκαν για τα μέτρα στήριξης, ενώ η Επιτροπή αναμένει ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα αυξηθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που απέστειλε η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από λίγες εβδομάδας και συγκεκριμένα στο τέλος Απριλίου προβλέπεται ότι ο στόχος που θέτει η Αθήνα κινείται στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, για φέτος ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα διατηρείται στο 0,7% του ΑΕΠ, αν και το υπουργείο Οικονομικών στο Πρόγραμμα Σταθερότητας έχει ανεβάσει τον πήχη στο 1,1%. Ακόμα, όμως, και αυτή η αναθεώρηση, όπως σημείωναν πριν από μερικές ημέρες ανώτατα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, θα πρέπει να θεωρείται συντηρητική, καθώς εκτιμάται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της φετινής χρονιάς μπορεί να κυμανθεί ακόμα και στο 1,4%-1,5%. Ωστόσο, για το ερχόμενο έτος, οπότε επιστρέφουν οι δημοσιονομικοί κανόνες, ο στόχος για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος έχει τεθεί στο 2,1% του ΑΕΠ για το 2024, στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% του ΑΕΠ το 2026, δηλαδή έως τότε η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να φτάσει τα 6 δισ. ευρώ.
«Κίτρινη κάρτα» για τη δημόσια υγεία
Οπως επισημαίνεται στην έκθεση, η δημόσια δαπάνη στην Υγεία είναι χαμηλή – 5,9% του ΑΕΠ το 2020, έναντι 8,9% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο στην Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτής της χαμηλής δαπάνης, τα φάρμακα έχουν το υψηλότερο μερίδιο στην Ε.Ε. και η προληπτική φροντίδα μια από τις χαμηλότερες. Την ίδια ώρα, οι Ελληνες πληρώνουν από την τσέπη τους το δεύτερο υψηλότερο ποσό στην Ε.Ε. για ιατρική περίθαλψη.
Η Κομισιόν σημειώνει ότι η μεταρρύθμιση στην πρωτοβάθμια υγεία πάσχει από έλλειψη γιατρών και καλεί τη χώρα μας να ολοκληρώσει την ανάπτυξη του πλαισίου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ώστε να διασφαλιστεί η επαρκής και ισότιμη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.