Η σημαντική αναπροσαρμογή που έρχεται από το νέο έτος για τους μη μισθωτούς συνεχίζει να προκαλεί οργή τόσο στις τάξεις των ελεύθερων επαγγελματιών όσο και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας
Η απόφαση της κυβέρνησης να επιμείνει στην εξοντωτική αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών από το νέο έτος συνεχίζει να προκαλεί έντονες αντιδράσεις τόσο στις τάξεις των ελεύθερων επαγγελματιών όσο και στο εσωτερικό της Ν.Δ. Χθες απέστειλε επιστολή προς τον υπουργό Εργασίας ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας Παύλος Ραβάνης, ενώ ερώτηση στη Βουλή προς τον Κωστή Χατζηδάκη «για το θέμα της σημαντικής αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών των δικηγόρων και συνολικά των αυτοτελώς απασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών, από 1/1/2023, λόγω της απρόβλεπτης, ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού το 2022, συνεπεία των δυσμενών διεθνών εξελίξεων» κατέθεσε η Ολγα Κεφαλογιάννη.
Η βουλευτής Α’ Αθηνών της Ν.Δ. επισημαίνει ότι «δεδομένης μάλιστα της ιδιαίτερα δύσκολης περιόδου που βιώνουμε και των εκτιμήσεων για έναν ακόμα πιο δύσκολο χειμώνα, έθεσα στον αρμόδιο υπουργό το ερώτημα για ενδεχόμενη νομοθετική πρωτοβουλία, με την οποία δύναται να ανασταλεί η σημαντική αύξηση αυτή από το νέο έτος».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΒΕΑ, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν μπορούν -εν όψει ενός ιδιαίτερα δύσκολου χειμώνα και υπό τη δαμόκλειο σπάθη νέων λουκέτων λόγω της εκτόξευσης του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεών τους ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης- να επωμιστούν και την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών τους.
Πρόσφατη έρευνα του ΒΕΑ, που αξιολόγησε τα τιμολόγια ενέργειας των μελών του, ανέδειξε ότι το κόστος για τη χρήση φυσικού αερίου έχει αυξηθεί κατά 300%, της ΔΕΗ κατά 200%, ενώ για τη χρήση πρώτων υλών οι αυξήσεις στην καλύτερη περίπτωση ξεπερνούν το 50% και φτάνουν το 100%. «Είναι απαραίτητο να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση, ώστε να μην ενεργοποιηθεί ο υπάρχων νόμος που προβλέπει αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών από την 1η Ιανουαρίου 2023, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως θα διαμορφωθεί το 2022, ή, εναλλακτικά, να μπει η αύξηση μόνο στο τμήμα των εισφορών που αφορά το τελικό ύψος της σύνταξης των ασφαλισμένων» υπογραμμίζει ο κ. Ραβάνης.
«Η αύξηση των εισφορών θα μπορούσε να καταβληθεί από τους μικρομεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολουμένους μόνο σε περίπτωση που υπήρχε ανάπτυξη. Όσοι επιχειρηματίες κατάφεραν να επιβιώσουν μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία κινδυνεύουν να βάλουν λουκέτο λόγω των υπέρογκων λογαριασμών ενέργειας. Είναι αδύνατον να επιβαρυνθούν και με την επιπλέον καταβολή ασφαλιστικών εισφορών.
Δυστυχώς, θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών και χιλιάδες μικρομεσαίοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με αναγκαστικά μέτρα είσπραξης και κατασχέσεις από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών. Στο πλαίσιο αυτό, ζητείται η εκ νέου ενεργοποίηση των 120 δόσεων ή κάποιας άλλης μορφής ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών για τη μη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων. Χιλιάδες μικρομεσαίοι χρωστούν ήδη και δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πάρουν τη σύνταξή τους» επισημαίνει.
Η αύξηση των εισφορών σε ποσοστό ίσο του ετήσιου ύψους του πληθωρισμού νομοθετήθηκε το 2020, όταν αυτός κυμαινόταν σε αρνητικά επίπεδα. Ωστόσο, μετά την αποκάλυψη της «δημοκρατίας» τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Μέγαρο Μαξίμου και ο υπουργός Εργασίας διεμήνυσαν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε αναστολή του μέτρου.