Οι ιδιώτες πάροχοι προετοιμάζουν τους καταναλωτές, ενώ ο εξαφανισμένος υπουργός Σκρέκας, αδυνατεί να βρει λύση
Φόβους για αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος έως 50%, που θα συνθλίψουν τα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία θα πρέπει να βάλουν άλλη μια φορά βαθιά το χέρι στην τσέπη, εκφράζουν οι ιδιώτες πάροχοι ρεύματος.
Οι απανωτές αυξήσεις τις τελευταίες μέρες γεννούν βεβαιότητα για οδυνηρές ανατιμήσεις στα τιμολόγια λιανικής, τη στιγμή που οι καταναλωτές συνεχίζουν να μη βγάζουν άκρη με τις ρήτρες αναπροσαρμογής. Η χονδρική τιμή διαμορφώνεται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας και είναι εκείνη βάσει της οποίας αγοράζουν όλες οι εταιρίες πάροχοι για να πουλήσουν μετά στους καταναλωτές.
Στην κυβέρνηση αρνούνται να σχολιάσουν το ξέφρενο ράλι, ενώ θλιβερή ήταν και η χθεσινή τηλεοπτική εικόνα του νυν υπουργού… Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, που προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ενώ ως υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας τον περασμένο Δεκέμβριο άσκησε κριτική για κερδοσκοπικά παιχνίδια την εποχή που η τιμή είχε ξεπεράσει για λίγο τα 90 ευρώ. Την ίδια ώρα, προστατευμένος από το Μέγαρο Μαξίμου μέσω των φιλικών ΜΜΕ είναι ο νυν υπουργός Κώστας Σκρέκας, ο οποίος είναι εξαφανισμένος και αδυνατεί να βρει λύση.
Το ράλι στη χονδρική τιμή ρεύματος πυροδοτείται από έναν συνδυασμό εξωγενών παραγόντων: την άνοδο των τιμών των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, την άρνηση της Gazprom να παραδίδει επαρκείς ποσότητες φυσικού αερίου στην Ευρώπη και την αυξημένη ζήτηση υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις χώρες της Ασίας.
Έτσι, η τιμή του φυσικού αερίου έφτασε στα 48 ευρώ η μεγαβατώρα από 25 ευρώ τον Μάιο. Η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική ελληνική αγορά διαμορφώνεται στα 157 ευρώ, αυξημένη κατά 70% από τις αρχές του έτους.
Όσο για τους διαμορφωτές της αγοράς, δηλαδή τις εταιρίες που παράγουν τις μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, εκεί επικρατεί δημοσίως σιωπή, ενώ όσοι μιλούν ιδιωτικώς είτε καθησυχάζουν λέγοντας ότι οι αυξήσεις οφείλονται στον… προσωρινό καύσωνα είτε στρέφονται στον κυνισμό με το σκεπτικό ότι θα μπορούσαν να είναι και μεγαλύτερες, με δεδομένη την υψηλή ζήτηση και τις συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων.