Τα ευεργετήματα αλλά και τις παγίδες που κρύβει ο νέος πτωχευτικός νόμος για όσους χρωστούν σε Ταμεία, Εφορία, τράπεζες και funds παρουσιάζει σήμερα η «δημοκρατία». Οι οφειλέτες έχουν δύο επιλογές για τα χρέη τους, είτε να τα ρυθμίσουν σε 240 δόσεις χωρίς να χάσουν την περιουσία τους είτε να προχωρήσουν σε προσωπική πτώχευση, αφού ρευστοποιηθεί ό,τι υπάρχει στο όνομά τους.
Στην ουσία, για πρώτη φορά μπαίνουν όλα τα χρέη σε μια ενιαία δόση, με το κράτος να δίνει την ευκαιρία σε έναν οφειλέτη να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή του χωρίς χρέη, ακόμα κι αν χρειαστεί να χάσει όλη την περιουσία του. Μέχρι σήμερα οι πολλές και διαφορετικές ρυθμίσεις ανά πιστωτή είχαν ξεχωριστά κριτήρια για τον ίδιο οφειλέτη. Με άλλα λόγια, η Εφορία θεωρούσε ότι μπορεί να δώσει «Χ» πόσο ανάλογα με τον μισθό του οφειλέτη, το ίδιο και τα Ταμεία, το ίδιο και η τράπεζα. Ηταν σαν να θεωρούσαν τον ίδιο μισθό… για τρεις, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να μην μπορεί να πληρώσει καμία δόση.
Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη. Στην πτωχευτική περιουσία, επίσης, ανήκουν και τα ποσά που είναι πάνω από τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης για το χρονικό διάστημα από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή. Δηλαδή, για χρονικό διάστημα από ένα έως τρία έτη.
Στην περίπτωση δε που στην πτωχευτική περιουσία ανήκει η κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των χρεών του οφειλέτη και η ελάχιστη αξία τους δεν είναι κάτω των 100.000 ευρώ, τότε το εισόδημα αυτό θα εξαιρείται από την πτωχευτική περιουσία.
Αν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι αίτηση πτώχευσης μπορεί να υποβάλει και πιστωτής, τότε συνάγεται ότι αν ένας πιστωτής υποβάλει την αίτηση για πτώχευση οφειλέτη, ο οποίος δεν έχει περιουσία που να καλύπτει τα προαναφερόμενα κριτήρια, τότε θα υποχρεούται να αποδίδει τα ποσά που είναι πάνω από τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης για τρία έτη, αφού η απαλλαγή για αυτόν θα επέρχεται τότε.
– Τι θα γίνεται με την κύρια κατοικία: Σε περίπτωση που το νοικοκυριό θεωρείται ευάλωτο, δηλαδή πληροί συγκεκριμένα εισοδηματικά και αντικειμενικά κριτήρια, τότε θα δύναται να υποβάλει αίτημα στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης για τη μεταβίβαση σε αυτόν της κύριας κατοικίας του και τη μίσθωσή της από αυτόν.
Δικαίωμα, όμως, να υποβάλει αίτημα στον φορέα έχουν μόνο όσοι δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο φορέας θα αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου ελεύθερο από κάθε βάρος ή διεκδίκηση τρίτου.
Η διάρκεια της μίσθωσης προς το ευάλωτο νοικοκυριό θα είναι (12) δωδεκαετής. Εφόσον ο οφειλέτης καταβάλει το σύνολο των μισθωμάτων για τη διάρκεια της μίσθωσης, τότε θα δικαιούται τη μεταβίβαση της κυριότητας της κύριας κατοικίας στον ίδιο έναντι τιμήματος επαναγοράς.
Δεν θα συμψηφίζονται, όμως, τα ποσά που καταβάλλει στον φορέα για την ενοικίαση της κατοικίας και μετά το πέρας της 12ετίας για να αγοράσει το σπίτι θα πρέπει επιπλέον να καταβάλει την εμπορική του αξία τη στιγμή της αγοράς.
Αν αποφασίσει δε να αγοράσει το σπίτι πιο νωρίς, δηλαδή πριν από τη λήξη της 12ετίας, για παράδειγμα στα 6 έτη, τότε πρέπει να καταβάλει την εμπορική αξία του σπιτιού συν τα υπολειπόμενα ενοίκια μέχρι τη συμπλήρωση της 12ετίας, δηλαδή επιπλέον ενοίκια έξι ετών δίχως να έχει κάνει καν χρήση της υπολειπόμενης διάρκειας της μίσθωσης.
– Ποιος μπορεί να υποβάλει την αίτηση πτώχευσης: Η αίτηση πτώχευσης θα υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω του ηλεκτρονικού μητρώου φερεγγυότητας. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί από τον οφειλέτη αλλά και από έναν ή περισσότερους πιστωτές όταν αυτοί εκπροσωπούν το 30% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 20% των ενεγγύων.
– Πότε καταγγέλλεται η μίσθωση της κατοικίας: Η μίσθωση καταγγέλλεται εφόσον ο μισθωτής είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή τριών μισθωμάτων και η υπερημερία δεν θεραπευτεί ως προς το σύνολό της εντός μηνός από τη σχετική όχληση του μισθωτή. Η καταγγελία επέρχεται αυτοδικαίως με την άκαρπη παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας ενός μηνός.
Σε περίπτωση καταγγελίας, ο οφειλέτης υποχρεούται σε απόδοση του μισθίου κατά τις κοινές διατάξεις περί μίσθωσης ακινήτου. Η καταγγελία της μίσθωσης αυτοδικαίως προκαλεί και την κατάργηση του δικαιώματος επαναγοράς.
– Πώς θα πλειστηριάζονται τα ακίνητα: Ο πλειστηριασμός θα γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα και θα είναι ανοιχτού πλειοδοτικού τύπου, κατά τον οποίο υποβάλλονται διαδοχικές προσφορές. Η πλειοδοσία θα αρχίζει με βάση την τιμή της πρώτης προσφοράς κατόπιν εκτίμησης δύο πιστοποιημένων εκτιμητών. Εφόσον ο πλειστηριασμός κηρυχθεί άγονος, αυτός θα επαναλαμβάνεται με τιμή πρώτης προσφοράς μειωμένη στα τρία τέταρτα (3/4) της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών. Σε περίπτωση που απαιτηθεί επανάληψη, τότε θα διεξάγεται με τιμή πρώτης προσφοράς ίση προς το ένα δεύτερο (1/2) της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών. Εάν και ο πλειστηριασμός αυτός αποβεί άγονος, ο σύνδικος θα υποβάλει αμελλητί στον εισηγητή αίτηση για τη μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς ή την έγκριση όρων που θα διευκολύνουν την εκποίηση του πράγματος, περιλαμβανομένης της ελεύθερης εκποίησης με συγκεκριμένο τίμημα.
Σε περίπτωση που δεν έχει επιτευχθεί η μεταβίβαση του πράγματος εντός 120 ημερών από την έκδοση της διάταξης του εισηγητή, ο σύνδικος θα επαναλαμβάνει τον πλειστηριασμό χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς και σε περίπτωση που και αυτός ο πλειστηριασμός αποβεί άγονος, η κυριότητα θα περιέρχεται στο Δημόσιο.
– Πότε θα παίρνει απαλλαγή από τα χρέη του ο οφειλέτης: Ο οφειλέτης θα απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, σε ένα ή τρία χρόνια από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης. Στην περίπτωση δε που στην πτωχευτική περιουσία ανήκει η κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των χρεών του οφειλέτη και η ελάχιστη αξία τους δεν είναι κάτω των 100.000 ευρώ, τότε ο οφειλέτης θα απαλλάσσεται σε ένα έτος από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης.
– Τι θα γίνεται με τους εγγυητές: Ρητώς διευκρινίζεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη εκ της πρωτοφειλής ή εγγυήσεως δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις έναντι των λοιπών συνοφειλετών ή εγγυητών που ενέχονται εκ του νόμου ή δυνάμει δικαιοπραξίας. Οι εγγυητές θα ακολουθούν στο ντόμινο της χρεοκοπίας, ενώ δεν γίνεται καμία πρόβλεψη για εξωδικαστική ρύθμιση.
Τι θα γίνει με τις εκκρεμείς αιτήσεις του νόμου Κατσέλη
Οι εκκρεμείς αιτήσεις του νόμου Κατσέλη εξελίσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 86 παρ. 4 του νέου Πτωχευτικού, προβλέπεται ότι «η παροχή των προληπτικών μέτρων συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση κάθε υφιστάμενου μέτρου προστασίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ιδίως βάσει των διατάξεων του ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη) και του ν. 4605/2019 (πλατφόρμα προστασίας πρώτης κατοικίας) καθώς και την κατάργηση κάθε σχετικής εκκρεμούς διαδικασίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «ορίζεται περαιτέρω ότι η παροχή προληπτικής προστασίας συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση κάθε προστασίας από τον ν. 3869/2010 και τον ν. 4605/2019 όσο και την κατάργηση κάθε σχετικής εκκρεμούς διαδικασίας».
– Τα προληπτικά μέτρα μετά την αίτηση των πιστωτών: Οπως προαναφέρθηκε, η πτώχευση κηρύσσεται ύστερα από αίτηση ενός ή περισσότερων πιστωτών όταν αυτοί εκπροσωπούν το 30% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 20% των ενεγγύων. Η αίτηση, βεβαίως, μπορεί να κατατεθεί και από τον οφειλέτη.
Δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση πτώχευσης οι πιστωτές έχουν και στην απλοποιημένη διαδικασία πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου που υπάγονται τα πρόσωπα χωρίς πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή τα νοικοκυριά.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ενδεχομένως, ακόμη και αν εκκρεμεί αίτηση του νόμου Κατσέλη ή αίτηση για υπαγωγή στον ν. 4605/2019, οι πιστωτές με το παραπάνω ποσοστό του 30% θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση να πτωχεύσει νοικοκυριό καταργώντας την εκκρεμή δίκη.
Οι τέσσερις παγίδες που πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα οι δανειολήπτες
Ωστόσο, ο νέος νόμος κρύβει πολλά «αγκάθια», γι’ αυτό και οι οφειλέτες θα πρέπει να δείξουν ιδιαίτερη προσοχή, ποιο στάδιο του νέου νόμου θα πρέπει να επιλέξουν.
– Ενας οφειλέτης που χάνει το σπίτι του και στη συνέχεια του το νοικιάζει η τράπεζα, θα μπορεί να το αγοράσει ξανά ύστερα από 12 χρόνια. Στο ποσό της επαναγοράς δεν υπολογίζονται τα ενοίκια των 12 ετών που έχει δώσει. Αν το σπίτι αξίζει 100.000 ευρώ και στα 12 χρόνια έχει πληρώσει για ενοίκια 40.000 ευρώ, οι 40.000 χάνονται και θα πρέπει να πληρώσει όλη την αξία του σπιτιού, δηλαδή 100.000 ευρώ.
– Αν ο οφειλέτης – δανειολήπτης βρει τα χρήματα, νωρίτερα, στα επτά χρόνια, θα πρέπει να καταβάλει μαζί με την εμπορική τιμή του σπιτιού και τα ενοίκια πέντε ετών. Δηλαδή, αν δίνει ενοίκιο 300 ευρώ τον μήνα και το σπίτι σε επτά χρόνια κοστίζει π.χ. 100.000, θα πρέπει να καταβάλει 118.000 ευρώ.
– Σε περίπτωση που η τράπεζα πάρει το ακίνητο, πληρώνει ενοίκιο στο σπίτι του. Αν δεν καταβάλει τρία ενοίκια, θα του γίνεται έξωση και θα χάσει και τη ρύθμιση. Ολα τα χρέη θα γίνουν άμεσα απαιτητά και θα απειληθεί με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, χωρίς καμία προστασία έναντι του Δημοσίου, των τραπεζών ή των funds.
– Ο νέος νόμος βάζει «χέρι» σε εισοδήματα και συντάξεις. Πέρα από την αξία του ακινήτου και την περιουσία του οφειλέτη, θα παίζουν ρόλο και τα εισοδήματα που δηλώνει. Δηλαδή, το ποσό που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Μέχρι σήμερα είναι 540 ευρώ για άγαμο και 900 ευρώ για έγγαμο. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι για έναν άγαμο με μισθό 1.000 ευρώ το Δημόσιο και οι τράπεζες θα θεωρούν πως κάθε μήνα χρειάζεται για να ζήσει 540 ευρώ και τα υπόλοιπα 460 ευρώ θεωρούνται «πλεονάζοντα» και θα πρέπει να τα δίνει στις δόσεις για τα χρέη του. Με αυτό τον τρόπο επιστρέφουν από την «πίσω πόρτα» οι κατασχέσεις μισθών και συντάξεων, ακόμα και από το Δημόσιο, για πολύ μικρότερα ακατάσχετα ποσά από αυτά που ορίζει ο νόμος έως σήμερα.