Πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής βλέπει ο αναπληρωτής υπ. Οικονομικών για να διατηρήσουμε την πρόσβαση στις αγορές.
Φοροεισπρακτικά μέτρα και νέο μνημόνιο προανήγγειλε ο Θεόδωρος Σκυλακάκης. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσε ακόμα μία φορά την αγάπη του για τις σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές.
Σε μια περίοδο, που ακόμα και οι ίδιοι οι δανειστές εμφανίζονται πιο ελαστικοί και αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως μια χώρα εκτός μνημονίων, ο κ. Σκυλακάκης δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο νέων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Alpha 9,89, ο υμνητής των μνημονίων κατέστησε σαφές ότι λόγω υψηλού χρέους και ανάγκης να διατηρήσουμε την πρόσβαση στις αγορές οι δυνατότητες της χώρας για δαπάνες είναι περιορισμένες. Και τούτο καθώς, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, «ό,τι ξοδεύουμε είναι μελλοντικοί φόροι».
Ο κ. Σκυλακάκης σημείωσε πως τα επιδόματα και οι ενισχύσεις που δίνονται στην περίοδο της πανδημίας θα πληρωθούν αργότερα σε φόρους, σε απόλυτα ευθυγραμμισμένη γραμμή με τον Κλάους Ρέγκλινγκ.
Απαντώντας σε ερώτηση αν θα έρθει σε βάθος χρόνου νέο μνημόνιο σε περίπτωση που ξεφύγει η χώρα σε δαπάνες, είπε ότι «δεν θα είναι σε μεγάλο βάθος χρόνου, διότι οι αγορές αντιδρούν έντονα όταν βλέπουν ότι δεν υπάρχει υπεύθυνη δημοσιονομική διαχείριση». Αντί να διαψεύσει κατηγορηματικά ότι θα υπάρξει νέο μνημόνιο, άφησε ορθάνοιχτο παράθυρο, στάση απαράδεκτη, ειδικά σε μια τέτοια συγκυρία.
«Η Ευρώπη λέει ένα πολύ απλό πράγμα: “Ξοδέψτε με βάση τις δυνατότητές σας, όχι όσα έχετε”. Αλλά, με βάση τις δυνατότητές μας αυτή τη στιγμή, ό,τι ξοδεύουμε είναι μελλοντικοί φόροι. Και τούτο καθώς το χρέος είναι πολύ μεγάλο, το πιο μεγάλο στην Ε.Ε. και έτσι ό,τι ξοδέψουμε θα υποχρεωθούμε στην πορεία του χρόνου να το βάλουμε σε φόρους ως κράτος. Συνεπώς χρειάζεται μια προσοχή στο πώς ξοδεύουμε, έτσι ώστε να βοηθήσουμε ουσιαστικά την οικονομία, χωρίς να οδηγήσουμε τη χώρα σε μια νέα περιπέτεια» ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών. Προσέθεσε ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να διατηρήσει την εμπιστοσύνη και των αγορών και των θεσμών για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα μέσα από αυτήν την περιπέτεια, με τρόπο ουσιαστικά θετικό για την οικονομία και την κοινωνία.
Οι πολίτες πάντως δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος νέας καραντίνας
Έντονες αντιδράσεις προκάλεσε η δήλωση του Χρήστου Σταϊκούρα ότι η ελληνική οικονομία αντέχει ένα δεύτερο lockdown. Δεν αναφερόμαστε στις ανακοινώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά στην αίσθηση που δημιούργησε η δήλωση αυτή στα χειμαζόμενα ελληνικά νοικοκυριά. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι λίγες ώρες μετά τη δήλωση κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών έσπευδαν να διευκρινίσουν ότι η πρωινή αναφορά του υπουργού αφορούσε την αντοχή των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους και όχι της πραγματικής οικονομίας.
Ας δεχτούμε ότι ο κ. Σταϊκούρας αναφερόταν στα ταμειακά διαθέσιμα. Αυτό δεν αλλάζει την ουσία. Και η ουσία είναι ότι οι πολίτες δεν αντέχουν δεύτερο lockdown. Ήδη το πρώτο έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ελληνική οικονομία. Η ανεργία καλπάζει, η ύφεση φουσκώνει, οι μισθοί μειώνονται και πολλές επιχειρήσεις βρίσκονται ένα βήμα πριν από το λουκέτο. Αυτή είναι η εικόνα της πραγματικής οικονομίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος μιας δεύτερης καραντίνας.
Μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό, ο κ. Σταϊκούρας εξήγησε ότι η κυβέρνηση στο μεσοδιάστημα από τα πρώτα περιοριστικά μέτρα «έχτισε» ταμειακά διαθέσιμα προκειμένου να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε όποια δυσκολία προκύψει, αλλά και για να εφαρμόσει τις δημοσιονομικές πολιτικές επιλογές της, όπως είναι οι στοχευμένες μειώσεις φόρων το 2021 και η ενίσχυση της εθνικής άμυνας της χώρας. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, αυτή τη στιγμή τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας ανέρχονται σε 37,7 δισ. ευρώ.
Πρόσθεσε ότι δεν είναι θέμα του υπουργείου Οικονομικών εάν θα γίνει ή όχι νέο lockdown και πως η επιλογή της κυβέρνησης είναι να ακούει τους ειδικούς και να αποφασίζει. Τόνισε ότι σε κάθε περίπτωση η οικονομία έπεται και αυτό που προέχει είναι η δημόσια υγεία.
Όσον αφορά την ύφεση, ο υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι με τα σημερινά δεδομένα είναι περίπου στο 8%, ωστόσο η αβεβαιότητα είναι τρομερή και ενδέχεται, όπως είπε, να τον ακούσουμε σε 15 ημέρες να αλλάζει τις εκτιμήσεις του.