Τη δυνατότητα να απασχολούν δύο εβδομάδες τον μήνα τους μισθωτούς έχουν πλέον όλες οι επιχειρήσειςΑπό τον
Νάσο Χατζητσάκο
Με «μισό μισθό» και «μισή δουλειά» μπορούν να απασχολούνται από σήμερα μέχρι και τον Σεπτέμβριο, με μονομερείς εργοδοτικές αποφάσεις, οι περίπου 1.500.000 μισθωτοί που εργάζονται σε όσες επιχειρήσεις συνεχίζουν να ασκούν δραστηριότητα, έστω και «ασθμαίνοντας» σε πολλές περιπτώσεις, όπως προβλέπεται από την τελευταία ΠΝΠ. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορονοϊού επιφέρουν δραματικές, χειρότερες και από τις μνημονιακές, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, μετατρέποντας τις συμβάσεις σε «κουρελόχαρτα». Ο κίνδυνος, μάλιστα, οι περισσότερες από αυτές να διατηρηθούν στη μετα-κορονοϊό εποχή συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες.
Στο άρθρο 9 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που τέθηκε σε ισχύ από το Σάββατο 21 Μαρτίου ’20, προβλέπονται -ακραίου νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα- αλλαγές στο πλαίσιο της λειτουργίας των επιχειρήσεων με «προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας». Συγκεκριμένα, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 6 μήνες, δηλαδή έως και τον Σεπτέμβριο, οι εργοδότες, των οποίων οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν, μπορούν μονομερώς να ορίζουν «προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας» ως εξής:
1. Κάθε εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται κατ’ ελάχιστο δύο εβδομάδες με περίοδο αναφοράς τον μήνα, συνεχόμενα ή διακεκομμένα. Φυσικά, οι αποδοχές που θα δίνονται θα αφορούν μόνο τον «μισό χρόνο» απασχόλησης, άρα θα είναι «μισές» ή μειωμένες κατ’ αναλογίαν των ημερών εργασίας που θα προσφέρει κάθε μισθωτός.
2. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας θα γίνεται ανά εβδομάδα και θα εντάσσεται σε αυτόν τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης. Οι εργοδότες που θα εφαρμόσουν το μέτρο έχουν μόνο μια υποχρέωση: να διατηρήσουν μέχρι το τέλος της εφαρμογής του τον ίδιο αριθμό προσωπικού με αυτόν που είχαν πριν. Αρα, στη συνέχεια, βάσει των συμπερασμάτων που προκύπτουν από την ανάλυση του περιεχομένου της πρόσφατης ΠΝΠ, θα είναι ανοικτή και η δυνατότητα πραγματοποίησης απολύσεων.
Αναφερόμενος στα συγκεκριμένα μέτρα, ο πρόεδρος της ΕΝΥΠΕΚΚ, καθηγητής Αλέξης Μητρόπουλος, έκανε λόγο για «πρωτοφανή μέτρα στα εργασιακά χρονικά του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού αυτή η διάταξη», χωρίς κανένα άλλο σχόλιο.
Επίσης, με την ίδια ΠΝΠ δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα πλήττεται σημαντικά ή τελούν υπό απαγόρευση λειτουργίας «να μεταφέρουν προσωπικό από εταιρία του ομίλου σε επιχείρηση του ιδίου ομίλου, κατόπιν σχετικής μεταξύ τους συμφωνίας». Η αποδοχή της οποιασδήποτε πρότασης, υπό τον φόβο απόλυσης, θεωρείται ότι είναι… εκ των προτέρων δεδομένη από την πλειονότητα των μισθωτών.
Επί της ουσίας, από το σύνολο των μέτρων που έχουν ληφθεί για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
• Η κυβέρνηση ρίχνει το βάρος των προσπαθειών της στην, κατά το δυνατόν, συγκράτηση του αριθμού των απασχολουμένων περίπου στα ίδια με τα σημερινά επίπεδα και στη μετα-κορονοϊό εποχή.
• Για να το πετύχει αυτό θέτει ως μοναδική προϋπόθεση για τη συμμετοχή των επιχειρήσεων, είτε αυτών που λειτουργούν είτε αυτών που έχουν αναστείλει δραστηριότητες, σύμφωνα με τις κρατικές εντολές, τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης τις οποίες είχαν έως και τις 17 Μαρτίου 2020.
• Την ίδια στιγμή οι επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν μπορούν να προχωρούν μονομερώς σε μετατροπή, στην πραγματικότητα, των σχέσεων εργασίας του προσωπικού τους, είτε μετατρέποντας από πλήρους σε μερικής (εργασία για τις μισές ώρες της ημέρας) είτε σε εκ περιτροπής εργασία (εργασία μερικές ημέρες τον μήνα με ελάχιστο όριο τις δύο εβδομάδες) τις συμβάσεις τους.
• Αν και τα μέτρα, βάσει της ΠΝΠ, θα ισχύσουν έως τον Σεπτέμβριο, στην απόφαση της κυβέρνησης δεν προβλέπεται καμία «ρήτρα» για την επαναφορά των συμβάσεων και των αμοιβών στα δεδομένα που ήταν πριν από την έναρξη της ισχύος της.
• Αυτό σημαίνει ότι στο σύνολό τους περίπου 1.500.000 μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα κινδυνεύουν να δουλεύουν λιγότερο, άρα να αμείβονται και ανάλογα. Οσοι, για παράδειγμα, εφεξής εργάζονται τις 2 από τις 4 εβδομάδες του μήνα (περίπου 13 από τις 25 εργάσιμες ημέρες του μήνα) θα αμείβονται με τα μισά από αυτά που θα δικαιούνταν εάν είχαν πλήρη απασχόληση στο σύνολο του μήνα.