Σε… ημετέρους μοιράστηκαν τα χρήματα για ανάπτυξη διαγνωστικών τεστ τις πρώτες κρίσιμες ημέρες της πανδημίας
Στοιχεία τα οποία προκαλούν σοκ -αναφορικά με τον τρόπο που οι Κινέζοι διαχειρίστηκαν την εξάπλωση της πανδημίας τον περασμένο Ιανουάριο- ήρθαν στο φως της δημοσιότητας από έρευνα την οποία διεξήγαγε το Associated Press.
Η έρευνα αποκάλυψε πως ο νεποτισμός αλλά και η μυστικοπάθεια των υπευθύνων, και δη εκείνων του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων της Κίνας (CDC), ήταν οι λόγοι που ουσιαστικά καθυστέρησαν δραματικά την επιβολή των απαραίτητων περιοριστικών μέτρων που θα μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία εξάπλωσης της πανδημίας.
Όπως αναφέρει το ειδησεογραφικό πρακτορείο, κατά τις πρώτες κρίσιμες ημέρες, η εξασφάλιση ενός -έγκυρου- διαγνωστικού τεστ στην Ουχάν της Κίνας αποτελούσε ιδιαιτέρως δύσκολη υπόθεση.
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, το CDC της Κίνας εκχώρησε τα αποκλειστικά δικαιώματα σχεδιασμού και διανομής των διαγνωστικών τεστ σε τρεις εταιρίες στη Σανγκάη, με τις οποίες στελέχη του διατηρούσαν προσωπικές επαφές. Ενα σύστημα διαπλοκής που άκμαζε μέσα σε ένα υποχρηματοδοτούμενο δημόσιο σύστημα υγείας, όπως προκύπτει από την έρευνα που βασίστηκε σε συνεντεύξεις με πάνω από 40 γιατρούς, υπαλλήλους του κινεζικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, ειδικούς του τομέα της Υγείας και άλλες πηγές, καθώς και σε εκατοντάδες εσωτερικά έγγραφα, συμβόλαια, μηνύματα και e-mails, που περιήλθαν στην κατοχή του AP.
Όσο για το χρηματικό ποσό; Οι τρεις εταιρίες, η GeneoDx Biotech, η Huirui Biotechnology και η BioGerm Medical Technology, κατέβαλαν ως αντίτιμο στο CDC από 146.600 δολάρια έκαστη, χωρίς κανείς να μπορεί να πει αν τα χρήματα αυτά κατέληξαν σε… συγκεκριμένες τσέπες.
Το αποτέλεσμα από το αλισβερίσι ήταν η Εθνική Επιτροπή Υγείας (NHC) της Κίνας να εμποδίζει τη χρήση τεστ από εταιρίες πέραν της τριάδας από τη Σανγκάη, γεγονός που προκάλεσε, λόγω της αυξημένης ζήτησης, ελλείψεις στα αποθέματα και κυρίως καθυστερήσεις σημαντικές στην επιβεβαίωση νέων κρουσμάτων.
Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι στο διάστημα μεταξύ 5 και 17 Ιανουαρίου 2020 δεν είχε καταγραφεί ούτε ένα νέο κρούσμα Covid-19, αν και η εκ των υστέρων ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι εκατοντάδες άτομα είχαν μολυνθεί. Κι αυτό με τη σειρά του συνέτεινε στην καθυστερημένη αντίδραση των Αρχών, όπως στην προειδοποίηση της κοινής γνώμης, στην απαγόρευση συναθροίσεων και την επιβολή περιορισμών στις μετακινήσεις.
Μια μελέτη εκτιμά ότι αν είχαν ληφθεί τέτοια μέτρα δύο εβδομάδες νωρίτερα, τότε ο αριθμός των κρουσμάτων θα μπορούσε να είχε μειωθεί κατά 86%!
Το πρόβλημα όμως είχε ακόμη μια διάσταση, πέραν των επιχειρηματικών προτιμήσεων των κορυφαίων στελεχών της CDC. Πάντα κατά την έρευνα του AP, πολλά από τα τεστ των εταιριών της Σανγκάης αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά και ως εκ τούτου πολλοί υποτίθεται αρνητικοί στον κορονοϊό, ενώ νοσούσαν, αφήνονταν να κυκλοφορούν τελικά ελεύθεροι διασπείροντας ανεξέλεγκτα τον ιό.