«Θα ξεμπερδέψουμε νωρίτερα» πιστεύει ο διάσημος βιοφυσικός που προέβλεψε την επιβράδυνση των κρουσμάτων στην Κίνα«Θα είμαστε μια χαρά!» Αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα του νομπελίστα Μάικλ Λέβιτ, βιοφυσικού στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ο οποίος ανέλυσε τον αριθμό των κρουσμάτων του Covid-19 παγκοσμίως τον περασμένο Ιανουάριο και υπολόγισε σωστά ότι η Κίνα θα ξεπερνούσε τα χειρότερα πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι είχαν υπολογίσει πολλοί ειδικοί σε θέματα υγείας. Ο ίδιος προβλέπει νωρίτερα «ξεμπερδέματα» στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο.
Έτσι, ενώ πολλοί επιδημιολόγοι προειδοποιούν για περιπέτεια μηνών ή ακόμα και ετών, για μαζική καραντίνα και για εκατομμύρια θανάτους, ο Λέβιτ ισχυρίζεται ότι τα δεδομένα δεν μπορούν να στηρίξουν ένα τόσο απαισιόδοξο σενάριο, ειδικά σε περιοχές όπου έχουν ληφθεί τα λογικά μέτρα διατήρησης της απόστασης μεταξύ των πολιτών. «Αυτό που χρειάζεται είναι να ελέγξουμε τον πανικό» τονίζει, προσθέτοντας ότι σε γενικές γραμμές «θα είμαστε μια χαρά».
Στην περίπτωση της Κίνας, ο Λέβιτ παρατήρησε ότι στις 31 Ιανουαρίου η χώρα είχε 46 νέους θανάτους εξαιτίας του κορονοϊού, ενώ οι θάνατοι την προηγούμενη μέρα ήταν 42. Αν και ο αριθμός των θανάτων σε καθημερινή βάση είχε οριακά αυξηθεί, ο ρυθμός της αύξησής τους είχε αρχίσει να μειώνεται.
«Αυτό δείχνει ότι ο ρυθμός αύξησης του αριθμού των θανάτων θα επιβραδυνθεί ακόμα περισσότερο την επόμενη εβδομάδα» είχε γράψει ο επιστήμονας σε αναφορά που έστειλε σε φίλους του την 1η Φεβρουαρίου, η οποία κοινοποιήθηκε πολλές φορές στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σύντομα, όπως προέβλεψε, ο αριθμός των θανάτων άρχισε να μειώνεται μέρα με τη μέρα. Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο Λέβιτ είπε στην «China Daily News» ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του ιού είχε κορυφωθεί και προέβλεψε ότι ο συνολικός αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κορονοϊού στην Κίνα θα έφτανε τα 80.000, με 3.250 θανάτους.
Αποδείχθηκε εντυπωσιακά ακριβής. Στις 16 Μαρτίου η Κίνα είχε καταγράψει 80.298 κρούσματα και 3.245 θανάτους. Πλέον συστήνει πιστή εφαρμογή των μέτρων καραντίνας και τον έλεγχο του πανικού, προκειμένου να μην καταρρεύσει η οικονομία, άρα και η δημόσια υγεία.