Η κωμικοτραγική περιπέτεια του ελληνικού χρέους και οι διαχρονικοί Βαρουφάκηδες περιγράφονται από τον Σουρή
«Ο Γιωργάκης Θεοτόκης ως ιππότης σεβνταλής κι ο ιπποκόμος Σάντσο – Πάνχας Φασουλής» είναι επικό ποίημα του Γεώργιου Σουρή (1852-1919), που γράφτηκε ως σχόλιο της προσπάθειας της κυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη να λάβει δάνειο από την Αγγλία, ώστε να μπορέσει να εκτελέσει τον Προϋπολογισμό του 1893 του Ελληνικού Κράτους. Για την επίτευξη του «εθνικού στόχου», τον Φεβρουάριο του 1893, ο Γεώργιος Θεοτόκης ταξίδεψε στο Λονδίνο και, όπως αναφέρει η livepedia, «με συνεντεύξεις προσπάθησε να πείσει την αγγλική κοινή γνώμη για τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, έχοντας επαφές με τραπεζικούς και χρηματιστηριακούς παράγοντες».
Οι… υποψήφιοι πιστωτές θα μας δάνειζαν ευχαρίστως, αν δεχόμασταν όρους τύπου Σάιλοκ (ο αδίστακτος τοκογλύφος στον «Εμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ) και αν το παλιόχαρτο με τη δανειακή σύμβαση κυρωνόταν με βασιλικό διάταγμα και όχι με ψηφοφορία στη Βουλή. Δεν συνάφθηκε το δάνειο και την ίδια χρονιά χρεοκοπήσαμε. Αυτό το έργο του Σουρή είναι τόσο ακριβές στην περιγραφή της ελληνικής νόσου ώστε σε… εξοργίζει! Περιλαμβάνεται στο τετράτομο με τα Απαντα Σουρή, στον 3ο τόμο, σελ. 228-262, εκδόσεις Κουτσουμπός.
Κομψό σκαρπίνι
Οι Δανεισταί: «Τούτος που μας ήλθε τώρα τι χαλεύει τέτοιαν ώρα; / Βρε καλώς τον μουσαφίρη, πούχει μούτρο κουρασάνι… / δόστε του, του κακομοίρη κάτι τι για ν’ ανασάνει. / Κόντε, κάθησε στην κώχη, / Κόντε, πες μας κι άλλα λόγια, / πριν καημένε στην απόχη, / Σε τσακώσουμε του μπόγια. […]
Δανεισταί κεφαλαιούχοι κι ευνοούμενοι της μοίρας / ας δανείσομε παράδες εις τον Κόντε της Κερκύρας. / Δείτε τον, τον κακομοίρη τι πολλή αχάμνια πούχει… / δεύτε δώσωμεν παράδες στους βλαστούς κλεινών προγόνων, / που φορούν κομψό σκαρπίνι κι όχι πρόστυχο τσαρούχι / και σκονίζονται με σκόνην Αλεπουδικών αγώνων. / Δανεισταί κεφαλαιούχοι κι ευνοούμενοι της μοίρας / δεύτε δώσωμεν παράδες εις τον Κόντε της Κερκύρας. / Είναι κρίμα τέτοιον Κόντε να τον τρώει συλλογή, / είναι κρίμα τέτοιος Κόντες στο ποτάμι να πνιγεί».
Φασουλής: «Αφέντη μου δεν σούλεγα, πώς όλα θάλθουν πρίμα / και στην Ελλάδα του λοιπού θα ξεχειλά το χρήμα; / Πάει κι αυτό το δάνειο το τρισαναθεμάτο / και τώρα θα γυρίσομε με το πουγγί γεμάτο».
Παναγιώτης Λιάκος