Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιμετωπίζει τους Ελληνες που έχουν πρόβλημα επιβίωσης σαν ζητιάνους. Αυτό μπορεί να συμπεράνει οποιοσδήποτε διάβασε χθες το ρεπορτάζ της «δημοκρατίας» για τον ντροπιαστικό διάλογο που είχε ο πρωθυπουργός στην Κέρκυρα με ηλικιωμένη κυρία, που του είπε πως παίρνει 440 ευρώ σύνταξη και πληρώνει 300 ευρώ ενοίκιο. Οταν η κυρία συμπλήρωσε ότι «κάτι πρέπει να γίνει. Αυτή τη στιγμή πεινάω…», ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη ρώτησε αν τη στηρίζει η Εκκλησία.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, αντί να δεσμευτεί σε πολίτη που αντιμετωπίζει το φάσμα της πείνας ότι θα εφαρμόσει πολιτικές που θα απαντούν στο πρόβλημα, της πρότεινε να πάει στην Εκκλησία μην τυχόν και της δώσουν ένα πιάτο φαγητό!
Το ξεμπρόστιασμα της λουδοβίκειας αντιμετώπισης του λαού από τον πλούσιο πρωθυπουργό δεν θα γινόταν αν η ηλικιωμένη κυρία δεν έβρισκε το θάρρος να εκθέσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη το πρόβλημά της. Επίσης, ο αυταρχισμός που χαρακτηρίζει τα έργα και τις ημέρες Μητσοτάκη δεν θα φαινόταν αν συγγενής θύματος των Τεμπών δεν διαμαρτυρόταν ενώπιόν του για την ανυπαρξία κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Η φρουρά του πρωθυπουργού την απομάκρυνε βιαίως και πέρασε έτσι σε όλους το μήνυμα για το τι κρύβεται πίσω από τα επιτηδευμένα χαμόγελα και τα κρύα αστεία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο λαός μπορεί να ξεσκεπάσει την υποκρισία των κυβερνώντων συμμετέχοντας στην εκλογική διαδικασία όχι μόνο την ημέρα της ψηφοφορίας, αλλά και σε ομιλίες υποψηφίων και κομματικές εκδηλώσεις.
Οι πολίτες και δικαιούνται και μπορούν να πάρουν τον λόγο και να απαιτήσουν απαντήσεις στα ερωτήματα που θα υποβάλουν. Οι υποψήφιοι, οι κομματάρχες και οι πολιτικοί αρχηγοί θα αντιμετωπίσουν πολύ διαφορετικά την κατάσταση αν καταλάβουν ότι δεν απευθύνονται σε χειροκροτητές, αλλά σε ενεργούς πολίτες που δεν έχουν μόνο υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα, και απαιτούν απαντήσεις στις απορίες τους και λύσεις για τα προβλήματά τους.
Οι χειροκροτητές πάντοτε αποθρασύνουν τους εξουσιαστές. Η συμμετοχή στα κοινά μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην αλλαγή πολιτικής.