Οταν οι Τούρκοι αξιωματούχοι εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την εξέλιξη συνομιλιών με την Ελλάδα κάτι βαίνει κακώς για τα συμφέροντα της πατρίδας. Τέτοιες σκέψεις γεννά η είδηση πως ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ είπε ότι είναι «αρκετά θετικές» οι συνομιλίες με την ελληνική πλευρά και εκτίμησε πως «θα συνεχίσουμε έτσι».
Οι Τούρκοι δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία ότι επίκειται ελληνική επίθεση σε βάρος τους. Δεν έχουν εκδηλωθεί από την ελληνική πλευρά αξιώσεις – ούτε καν για όσα δικαιούται να ζητήσει από την Τουρκία βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Οι νατοϊκοί «σύμμαχοί» μας μόνο για όσα παρανόμως διεκδικούν ενδιαφέρονται – κι αυτό είναι η ουσία όποιου διαλόγου επιδιώκουν.
Η «δημοκρατία» στο κύριο άρθρο της 14ης Νοεμβρίου σημείωνε ότι η Τουρκία «δεν ζητά καλύτερη… επικοινωνία με την Ελλάδα, αλλά έχει θέσει επισήμως το θέμα της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας και τον αφοπλισμό τους, τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, νησίδες και βραχονησίδες, και μας έχει κηρύξει προκαταβολικά τον πόλεμο σε περίπτωση που επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατά μας στα 12 μίλια». Αυτά είναι τα ζητήματα που απασχολούν τη γειτονική χώρα. Αυτές τις προτεραιότητες έχει θέσει στα Ελληνοτουρκικά. Ολα τα υπόλοιπα δεν την απασχολούν. Μπορεί να τα επικαλείται, αλλά ως προπέτασμα καπνού για τις κύριες επιδιώξεις της.
Επιπλέον, αυτός ο διάλογος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη δημιουργία καλών -και οπωσδήποτε πρόσκαιρων και απατηλών- εντυπώσεων στην Αμερική και την Ελλάδα, ώστε να πειστούν οι ΗΠΑ να προχωρήσουν στην πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη οφείλει να δώσει εξηγήσεις στη Βουλή και στον ελληνικό λαό για το ακριβές περιεχόμενο των συνομιλιών της με την Τουρκία, καθώς και για τον ορισμό μιας «θετικής» έκβασής τους.
Είναι από επικίνδυνες έως ολέθριες η ατραπός της μυστικής διπλωματίας και οι συνδιαλλαγές με τους Τούρκους. Το έχει αποδείξει η Ιστορία και ουδείς Ελληνας επιθυμεί να αποδειχθεί κάτι τέτοιο ξανά στις ημέρες μας.