Η Τουρκία βγήκε κερδισμένη από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας απλώς και μόνο με το «μισό ναι» που είπε ο Ρ.Τ. Ερντογάν για την ένταξη της σκανδιναβικής χώρας στην ατλαντική συμμαχία.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας υποσχέθηκε να υποστηρίξει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ στο Κοινοβούλιο της χώρας του και έλαβε τοις… μετρητοίς μια σειρά από παραχωρήσεις των δυτικών. Μερικές απ’ αυτές είναι η προώθηση του άχρι τούδε «παγωμένου» θέματος του εκσυγχρονισμού των τουρκικών F-16 από τις ΗΠΑ, καθώς και η επανέναρξη των ενταξιακών συνομιλιών με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Και σε αυτήν την περίπτωση είδαμε να εκτυλίσσεται ένα σενάριο το οποίο έχουμε παρακολουθήσει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Η Τουρκία, παρόλο που έπαιξε ξανά τον ρόλο του «κακού παιδιού», τελικά σε μία σειρά από ζητήματα βγήκε κερδισμένη ακριβώς επειδή έδειξε να υποστηρίζει σθεναρά μια σειρά από ζητήματα που έχει θέσει – τα περισσότερα εκ των οποίων είναι μεν εξωφρενικά και υπερβολικά, αλλά εκείνη τα θέτει προσδοκώντας κέρδη και σε βάρος της Ελλάδας.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας μας είθισται να ακολουθούν τον αδιέξοδο δρόμο του «καλού παιδιού», που η θετική στάση του απέναντι σε οτιδήποτε του ζητηθεί θεωρείται δεδομένη από τις δυνάμεις της Δύσης και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν προσφέρουν κάτι περισσότερο από λεκτικά σχήματα άνευ ουσίας, όπως το κλισέ «στρατηγική συμμαχία με την Ελλάδα».
Τα παραπάνω, σε γενικές γραμμές, είναι αναμενόμενα. Ομως δεν είναι αναμενόμενο και ορθό να υπάρχει βιάση από την ελληνική πλευρά για συνομιλίες με την Τουρκία και… συμφωνία «πακέτο». Η πατρίδα μας όχι μόνο δεν πρέπει να επείγεται να συζητήσει με κάποιον τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, αλλά να το αποφεύγει πάση θυσία.
Επιπλέον, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προβεί σε «γκρίζες» συζητήσεις με τους Τούρκους ερήμην του ελληνικού λαού.
Ουδείς δικαιούται να βάζει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσα ανήκουν στο ελληνικό έθνος.