Η τηλεοπτική συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Σταύρο Θεοδωράκη είναι μπούσουλας για το πώς δεν πρέπει να ασκείται το δημοσιογραφικό λειτούργημα. Σε μια συγκυρία που η κοινωνία κοχλάζει από οργή για τις κυβερνητικές ευθύνες για το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, νυν δημοσιογράφος και πρώην πολιτικός αρχηγός παίρνει «συνέντευξη» από τον πρωθυπουργό και δημιουργεί οπτικοακουστικό υλικό, που θα μπορούσε να είχε παραχθεί από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς του Μεγάρου Μαξίμου.
Η μαχητικότητα και οι ανεπιθύμητες -για κάθε εξουσία- ερωτήσεις έλειψαν από αυτήν τη «συνέντευξη». Πρωταγωνίστησαν τα… τρυφερά και μελαγχολικά πλάνα, που δημιουργούσαν την εικόνα ενός ηγέτη που, μόνος εναντίον όλων, μάχεται εναντίον ενός οπισθοδρομικού και αναχρονιστικού κράτους. Το θέαμα φάνταζε εξοργιστικό αλλά συνάμα και γελοίο ακόμα και σε εκείνους που δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή με τη σύγχρονη πολιτική Ιστορία του τόπου.
Η απομίμηση συνέντευξης του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Σταύρο Θεοδωράκη υπενθυμίζει σε όλες και όλους τους λόγους για τους οποίους περιέπεσε σε ανυποληψία η δημοσιογραφία στην Ελλάδα: Λησμόνησε την αποστολή της, αποσυνδέθηκε από την κοινωνία, διέρρηξε τις σχέσεις με τη λαϊκή και την εθνική παράδοση, ενώ συνδέθηκε πολυεπίπεδα με την ντόπια και την ξένη εξουσία. Αυτό το πρόβλημα εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, και η εξέλιξή του δεν προβλέπεται καλή.
Η παρακμή της δημοσιογραφίας δεν περιορίζεται στον χώρο των ΜΜΕ. Τον λογαριασμό για την ύψωση «λευκής σημαίας» από τους δημοσιογράφους δεν τον πληρώνουν μόνο οι ιδιοκτήτες, οι μέτοχοι και οι εργαζόμενοι στις εκδοτικές επιχειρήσεις, αλλά συνολικά ο λαός.
Οταν μια κυβέρνηση αφήνεται ανεξέλεγκτη να ασχημονεί και να πλήττει καίρια τα συμφέροντα των πολιτών και της πατρίδας, τότε θα κλιμακώνει διαρκώς την αυθαιρεσία της και τις αντιλαϊκές πολιτικές της. Τα ΜΜΕ, αν δεν εκπληρώνουν τον λόγο της ύπαρξής τους, να ελέγχουν την εξουσία, να ερευνούν τα γεγονότα και να δημοσιεύουν την αλήθεια, λειτουργούν σαν προπαγανδιστικοί μηχανισμοί και πολλαπλασιαστές της παρακμής.
Γι’ αυτό στην Ελλάδα υπάρχει άμεση ανάγκη η δημοσιογραφία να ξαναβρεί τον εαυτό της.