Οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη σε τηλεοπτική εκπομπή σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών προκάλεσαν περισσότερες απορίες στο κοινό απ’ όσο απάντησαν, και ενίσχυσαν το γενικευμένο κλίμα καχυποψίας για τις προθέσεις και τους χειρισμούς της κυβέρνησης.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Βορίδης είπε για το λογισμικό των παρακολουθήσεων ότι «η παράνομη πράξη δεν είναι η κατοχή του, είναι η υποκλοπή. Ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι είναι μόνο γι’ αυτό. Κατοχή μόνο μπορεί να είναι προπαρασκευαστική πράξη, δηλαδή “το πήρα, αλλά δεν το χρησιμοποίησα. Ακόμη δεν έχω κάνει παράνομη πράξη”».
Είναι άγνωστοι οι λόγοι που ώθησαν τον υπουργό Εσωτερικών να προβεί σε μια έμμεση παραδοχή απόκτησης του λογισμικού παρακολουθήσεων από την πλευρά της κυβέρνησης – ή αποκλειστικά και μόνο του Μεγάρου Μαξίμου. Μόνο ο κ. Βορίδης μπορεί να γνωρίζει τα κίνητρα πίσω από αυτή την ιδιαίτερα αποκαλυπτική τοποθέτηση σε αυτή τη συγκυρία. Ομως, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το ίδιο το γεγονός.
Η κυβέρνηση, σε περίπτωση που ισχύει η «μπηχτή» Βορίδη και αγόρασε το λογισμικό των παρακολουθήσεων, δεν είχε σκοπό να το κρατήσει απλώς στα συρτάρια της. Ουδείς αγοράζει κάτι τέτοιο με μοναδικό σκοπό να κάνει τη δαπάνη και να ενισχύσει με κρατικό χρήμα τις επιχειρήσεις φίλων και γνωστών. Τέτοιου είδους αγορές γίνονται για να χρησιμοποιηθούν.
Άρα, αυτό που ισχυρίζεται ο υπουργός Εσωτερικών είναι μια φτηνή σοφιστεία με την οποία αποπειράται να «καλλωπίσει» την αγορά του λογισμικού Predator ή κάποιου άλλου συναφούς, ως πράξη που δεν είναι μεν τόσο… ηθική, αλλά είναι νόμιμη, όσο δεν γίνεται χρήση του.
Τα συμφέροντα του κράτους και του ελληνικού λαού δεν εξυπηρετούνται με μισόλογα και έμμεσες παραδοχές διάπραξης παράνομων πράξεων. Υπάρχει άμεση ανάγκη να διευκρινιστούν τα πάντα. Αγοράστηκε αυτό το λογισμικό ή όχι; Χρησιμοποιήθηκε και σε βάρος ποίων; Και το κυριότερο: ποιος ήταν εκείνος που έδωσε την εντολή να γίνει η αγορά και να υποκλαπούν οι συνομιλίες ανύποπτων ανθρώπων;