Εβδομήντα νεκροί εχθές από κορονοϊό, 489 διασωληνωμένοι, 7.105 νέα κρούσματα και η κυβέρνηση μιλάει ακόμα για… επιτυχία! Τελικά, η πραγματικότητα δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία μπροστά στην ανάγκη της κυβέρνησης Μητσοτάκη να παραμείνει στα πράγματα και να προβάλλει τις επιθυμίες της σαν γεγονότα.
Η αλήθεια, όμως, πόρρω απέχει από όσα αναπαράγουν σε καθημερινή βάση οι καλοπληρωμένοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί της κυβέρνησης. Η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων Βάνα Παπαευαγγέλου, μιλώντας χθες στην τηλεόραση, έκανε λόγο για την αποτυχία του εγχειρήματος να πειστούν οι άνω των 50 να εμβολιαστούν. Συγκεκριμένα είπε: «Αποτύχαμε, ας μην φοβόμαστε τις λέξεις. Δεν μπορέσαμε να πείσουμε μια μερίδα του κόσμου».
Όλες οι καραντίνες, οι περιορισμοί, η αφαίρεση ελευθεριών από τους Ελληνες, η απώλεια θέσεων εργασίας και η υπερχρέωση της χώρας για να μοιράσει ψίχουλα ο κ. Μητσοτάκης και να εξαγοράσει πρόσκαιρες εντυπώσεις πήγαν στον βρόντο. Οι θυσίες των πολιτών πάνε χαμένες και η κυβέρνηση εξακολουθεί να κάνει αυτό που γνωρίζει: να επιτίθεται στους πολίτες, να δυσκολεύει τη ζωή τους, να καταστρέφει το παρόν και να υποθηκεύει το μέλλον της κοινωνίας, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή η ίδια συνταγή θα παραγάγει διαφορετικά αποτελέσματα.
Ο κλάδος της εστίασης και το λιανεμπόριο δέχονται ένα επιπλέον στρατηγικό πλήγμα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που απαγορεύει στους ανεμβολίαστους υγιείς πολίτες να ψωνίσουν από μικρομάγαζο ή να πιουν έναν καφέ δίχως να έχουν υποβληθεί σε κοστοβόρα rapid tests, αλλά τους επιτρέπει να συνωστισθούν στα σαραβαλιασμένα και βρόμικα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Οι υπάλληλοι στην εστίαση και στο λιανεμπόριο έχουν υποχρεωθεί από την κυβέρνηση να γίνουν αντιπαθείς σε μερίδα του κόσμου, ελέγχοντας την… ταυτοπροσωπία των πελατών και σκανάροντας τους ψηφιακούς κώδικες που κουβαλάνε άπαντες μαζί τους, λες και ζούμε σε μια σοβιετικού τύπου δικτατορία.
Τέτοιου είδους «επιτυχίες», όπως αυτή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στην αντιμετώπιση της πανδημίας θα ήταν καλύτερα να μας… λείπουν. Φτάνει πια!